26 Φεβ 2008

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 3ο μερος

«Λέλα; Τι έχεις κορίτσι μου, γιατί δε μου μιλάς; Εγώ είμαι ο Μέμος»
«................»
«Λέλα άκουσέ με. Ξέρω πως μπορείς να μ’ακούσεις. Πρέπει να συνέλθεις, να κολυμπήσεις, να φας.Αν σε πάρει χαμπάρι ο κυρ Διονύσης θα σε βγάλει απ’το ενυδρείο. Κι αυτό δε θα το αντέξω Λέλα. Δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, τ’ακούς; Εγώ φταίω για όλα, είμαι εγωιστής και περήφανος και δεν ήθελα να καταλάβεις πόσο σ’αγαπάω και πόσο σε χρειάζομαι. Θύμωσα με τον εαυτό μου που ενώ είχα ένα στόχο, να γυρίσω σπίτι μου, άρχισα να νιώθω πως δεν το θέλω πια, για να είμαι εδώ μαζί σου. Προσπάθησα να σε ξεχάσω, είπα πως όταν γυρίσω πίσω θα μου περάσει, αλλά έκανα λάθος. Και τώρα που κινδυνεύω να σε χάσω καταλαβαίνω πόσο βλάκας ήμουνα και σε πλήγωσα καρδιά μου. Δε θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου, ποτέ...»
«Μέμο.... μ’αγαπάς στ’αλήθεια λοιπόν;»
«Και βέβαια σ’αγαπάω βρε κουτό! Και δε θα σ’αφήσω ποτέ στο υπόσχομαι! Κάνε μια προσπάθεια τώρα να κολυμπήσεις καλή μου, έλα για χάρη μου»
Η Λέλα, με τη βοήθεια του αγαπημένου της, κολύμπησε μέχρι την οικογένειά της. Όταν την είδαν τρελάθηκαν από τη χαρά τους! Την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν και δεν το πίστευαν πόσο είχε συνέλθει ξαφνικά. Η Βιβή κοίταξε τον Μέμο με νόημα και του χαμογέλασε, ο Σούλης τον ευχαρίστησε, αλλά ο Πίπης εξακολούθουσε να κρατάει σκληρή στάση απέναντί του.
Η Λέλα από την επόμενη μέρα είχε συνέλθει εντελώς. Ο κυρ Διονύσης πρόσεξε τα σημαδάκια στο σώμα της κι έριξε αλάτι στο ενυδρείο, πράγμα που βοήθησε πολύ στην ταχύτατη ανάρρωσή της. Ο Μέμος κράτησε την υπόσχεσή του και δεν την άφησε ξανά στιγμή από δίπλα του.
Ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι δυο τους. Δυο ερωτευμένα ψαράκια που κολυμπούσαν όλη μέρα παρέα κι έπαιζαν λες κι ο κόσμος ολόκληρος ήταν αυτοί οι δυο. Τα βράδια κοιμόντουσαν στην ίδια κρυψώνα, αφού πρώτα μιλούσαν με τις ώρες. Η Λέλα είχε μάθει πια τα πάντα για τη λίμνη, λες και τα είχε ζήσει αυτή η ίδια!
Ο Μέμος είχε αλλάξει εντελώς. Η δύναμη της αγάπης τον είχε μεταμορφώσει. Έγινε φίλος και με τα άλλα παιδιά κι όλοι μαζί ήταν πια μια χαρούμενη παρέα. Μόνο ο Πίπης δεν έβλεπε με καλό μάτι την αλλαγή του Μέμου.
«Δε θα έχουμε καλό τέλος, θα το δεις», έλεγε στη γυναίκα του.
«Γιατί Πίπη μου το λες αυτό; Τα παιδιά αγαπιούνται, κοίτα πόσο ευτυχισμένοι είναι! Πάντα δεν ήθελες για την κόρη σου μια καλή τύχη; Να παντρευτεί να κάνει οικογένεια; Τώρα γιατί είσαι έτσι;»
«Και είναι καλή τύχη ο Μέμος; Με δουλεύεις βρε γυναίκα; Αυτός είναι όπου πάει το κύμα. Δεν είναι σαν εμάς, ποτέ δε θα μπορέσει να κάνει την κόρη μας πραγματικά ευτυχισμένη. Και να σου πω γιατί; Γιατί είναι μαθημένος αλλιώς. Μόλις περάσει λίγος καιρός θα την βαρεθεί και θ’αρχίσει ν’αναζητάει το σπίτι του. Η λίμνη δε θα φύγει ποτέ από το μυαλό του. Αν μείνει εδώ για να είναι με τη Λέλα θα καταπιέζεται και δε θα είναι ευτυχισμένος. Λάθος έκανε ο κυρ Διονύσης, λάθος. Έπρεπε να μας φέρει γαμπρούς από άλλα ενυδρεία, να είναι σαν εμάς»
«Εσύ κάνεις λάθος Πίπη μου. Ψάρι σαν εμάς είναι κι ο Μέμος, μην γίνεσαι έτσι ρατσιστής. Η αγάπη κάνει θαύματα, το ξέρεις»
«Ναι, αλλά κανείς ποτέ δεν αλλάζει το χαρακτήρα του και τις ανάγκες της ψυχής του, όσο κι αν αγαπάει. Δυο πλάσματα δεν αρκεί ν’αγαπιούνται για να μπορούν να ζήσουν μαζί. Πρέπει οι καρδιές τους να χτυπάνε στον ίδιο παλμό. Άκου με, κάτι ξέρω παραπάνω»
Κι ήταν αλήθεια. Μπορεί ο Πίπης να μεγάλωσε στα ενυδρεία, αλλά η εμπειρία του τον είχε διδάξει πολλά πράγματα. Ήξερε κι από νεανικές τρέλες κι από έρωτες. Και δεν άργησε η μέρα που βγήκε αληθινός.

Δυο βδομάδες πέρασαν ο Μέμος με τη Λέλα, μέσα στον έρωτα και την ευτυχία. Τίποτα δε φαινόταν ικανό να σκιάσει τον παράδεισό τους. Μέρα με τη μέρα η αγάπη τους γινόταν όλο και πιο δυνατή. Μόνο κάποια βράδια όταν ξυπνούσε η Λέλα έβλεπε ότι ο Μέμος δεν ήταν πλάι της και τον έβρισκε στο σημείο που πήγαινε και παλιά, όταν νοσταλγούσε το σπίτι του. Τα βράδια αυτά, περνώντας ο καιρός, γίνονταν περισσότερα, μέχρι που έγιναν καθημερινά.
Στην αρχή η Λέλα τον πλησίαζε και τον ρωτούσε τι τρέχει, αλλά εκείνος έσπευδε να την καθησυχάσει πως όλα ήταν μια χαρά. Από ένα σημείο και μετά τον άφηνε μόνο του – αν ήθελε να της μιλήσει θα το έκανε καλύτερα χωρίς πίεση από την ίδια.
Όλους τους ξεγελούσε ο Μέμος, αλλά τη Λέλα – που τον λάτρευε τόσο πολύ – δε μπορούσε να την γελάσει. Εκείνη ένιωθε πως όσο περνούσε ο καιρός, οι στιγμές που ο καλός της μελαγχολούσε πύκνωναν και της έσφιγγαν την καρδιά.
Κάποια μέρα αποφάσισε να μιλήσει στον Σούλη, τον μεγάλο της αδελφό, με τον οποίον ο Μέμος είχε πλέον αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία. Κι εκείνος παραδέχτηκε ότι το είχε καταλάβει αλλά δεν της έλεγε τίποτα μην την στεναχωρέσει.
«Νομίζεις Σούλη μου πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι που να με στεναχωρέσει περισσότερο από το να βλέπω τον Μέμο μου να υποφέρει;» του είπε
«Αδελφούλα, νομίζω πως είσαι υπερβολική. Δεν υποφέρει ο Μέμος. Σ’αγαπάει πολύ και περνάει καλά εδώ μαζί μας. Απλά, νοσταλγεί το σπίτι του, τη λίμνη, τους δικούς του. Φυσικό είναι, αλλά μην ανησυχείς, θα του περάσει. Μόλις κάνετε δική σας οικογένεια, θα τα ξεχάσει όλα και θ’αφοσιωθεί σε σας.»
«Μα τι λες τώρα Σούλη; Να ξεχάσει τις ρίζες του, τον τόπο που μεγάλωσε, την οικογένειά του; Κι εγώ έτσι θα είμαι ευχαριστημένη; Είναι φρικτό αυτό που λες κι αν έκανε κάτι τέτοιο ο Μέμος δε θα ήταν το χρυσόψαρο που αγάπησα, θα ήταν κάποιος άλλος που δε θα εκτιμούσα καθόλου! Τον αγαπάω και δε θέλω να είναι δυστυχισμένος εξ αιτίας της αγάπης μας.»
«Δε σε καταλαβαίνω βρε Λέλα. Όταν δεν τον είχες κόντεψες να πεθάνεις από τη στεναχώρια σου. Τώρα που τον έχεις, πάλι γκρινιάζεις. Τι θες επιτέλους;»
«Θέλω να είναι ευτυχισμένος. Θέλω να είναι καλά. Θέλω ό,τι είναι καλύτερο για κείνον. Τι είναι τόσο δύσκολο να καταλάβεις; Αυτό δεν είναι η αγάπη; Αλλά που να ξέρεις εσύ....»
«Ναι, εντάξει, εγώ δεν ξέρω κι έχω και το κεφάλι μου ήσυχο! Μίλα του λοιπόν και μάθε τι θέλει. Βοήθησέ τον να κάνει αυτό που θέλει. Αφού τον αγαπάς τόσο πολύ, άστον ελεύθερο να φύγει. Αν είναι αυτό που θέλει πραγματικά.»
Εκείνο το ίδιο βράδυ, όταν ξύπνησε η Λέλα κι είδε πως ο Μέμος πάλι έλειπε από κοντά της, πήγε και τον βρήκε στο γνωστό σημείο. Έκανε την καρδιά της πέτρα και του μίλησε. Του εξήγησε πως δε θα μπορούσε κι η ίδια ποτέ να είναι ευτυχισμένη μαζί του όσο τον ένιωθε μοιρασμένο στα δυο. Και τον προέτρεψε ν’ακολουθήσει το αρχικό του σχέδιο και να επιστρέψει στη λίμνη.
«Δε μπορεί να μιλάς σοβαρά! Λέλα τρελάθηκες; Μου ζητάς να φύγω;»
«Όχι καλέ μου. Σου ζητάω ν’ακολουθήσεις την καρδιά σου και να κάνεις αυτό που πραγματικά θες»
«Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι μαζί σου. Σ’αγαπάω, δε θέλω να σ’αφήσω!»
«Μ’αγαπάς ή με λυπάσαι; Αν είχες άλλη επιλογή θα με διάλεγες για γυναίκα σου; Αν δε σ’αγαπούσα εγώ τόσο πολύ θα με αγαπούσες; Αγαπάς εμένα ή αγαπάς τον εαυτό σου μέσα από μένα; Τα έχεις σκεφτεί ποτέ όλα αυτά; Έχεις αναρωτηθεί;»
«Βρε αγάπη μου, τι σ’έπιασε; Γιατί τόσος προβληματισμός;»
«Γιατί Μέμο δεν είσαι καλά. Κάθε μέρα που περνάει ο πόνος σου γίνεται και πιο φανερός. Εγώ σε νιώθω, σε καταλαβαίνω από τον τρόπο και μόνο που θα κουνήσεις το πτερύγιό σου. Δεν είναι καλύτερα να φύγεις τώρα παρά αργότερα που η νοσταλγία σου θα έχει γίνει αφόρητη και δε θα ξέρεις τι σου φταίει;»
«Άκουσε να δεις Λέλα. Δεν το αρνούμαι ότι μου λείπει η λίμνη κι ο τρόπος ζωής εκεί. Εδώ μέσα πνίγομαι ώρες ώρες, ασφυκτιώ. Όμως ακόμα κι αν έφευγα, πώς θα ζούσα χωρίς εσένα; Χωρίς την αγάπη σου, τη γλυκιά σου την κουβέντα, το τρυφερό σου χάδι; Α,πα,πα, ξέχνα το! Εκεί ο πόνος θα ήταν ακόμα χειρότερος, όχι, αποκλείεται, μην το συζητάς, εδώ θα μείνω μαζί σου. Δεν έχει μα και ξε-μά, τελείωσε η κουβέντα, πήγαινε να κοιμηθείς και ξέχνα τα αυτά!»
Η Λέλα όμως δεν τα ξέχασε κι ούτε μπορούσε να ησυχάσει. Φοβόταν πολύ την αντίδραση της μητέρας της και – κυρίως – του πατέρα της, παρ’όλα αυτά είχε πάρει την απόφασή της κι ένα πρωί τους την ανακοίνωσε: «Θα φύγω με τον Μέμο στη λίμνη».
Η Βιβή άρχισε να κλαίει κι ο Πίπης να χτυπιέται έξαλλος από θυμό! Η Λέλα τους κοιτούσε ψύχραιμη και περίμενε να ηρεμήσουν για να τους εξηγήσει. Να τους δώσει να καταλάβουν ότι αυτή ήταν η μόνη λύση για να είναι ευτυχισμένος ο Μέμος της.
«Κι εσύ;» ρώτησε ο πατέρας της. «Εσύ θα είσαι ευτυχισμένη;»
«Όταν είμαι μαζί του κι είναι εκείνος ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ», απάντησε η Λέλα απλά.
«Βρε κοριτσάκι μου, έχεις ιδέα τι σε περιμένει; Νομίζεις πως η λίμνη είναι σαν ένα τεράστιο ενυδρείο; Καμία σχέση δεν έχει! Θα είσαι άγνωστη μεταξύ αγνώστων, θα πρέπει να κυνηγάς για να εξασφαλίσεις την τροφή σου, το χειμώνα θα παγώνεις απ’το κρύο! Άσε που θα κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή από τα αρπακτικά κι από τους ανθρώπους. Νομίζεις πως όλοι είναι σαν τον κυρ Διονύση; Αχ, θα το φας το κεφάλι σου και θα το μετανιώσεις παιδί μου. Και μετά δεν έχει επιστροφή, θα σε χάσουμε για πάντα...»
«Πατέρα μου, όλα αυτά που λες τα έχω σκεφτεί, δεν αλλάζω όμως την απόφασή μου. Πρέπει να το ρισκάρω. Ξέρω πως αν το πω του Μέμου, επειδή κι εκείνος μ’αγαπάει και νοιάζεται για μένα, θα φοβηθεί και θα μου πει να μείνουμε εδώ. Όμως ο καημός του δε θα γιατρευτεί ποτέ, δε μπορώ να του το κάνω αυτό, δεν καταλαβαίνεις;»
«Λέλα μου», επενέβει η μητέρα της, «είσαι πολύ μικρή ακόμα. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη για τα αισθήματά σου; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη για τα δικά του; Κι αν πας εκεί και δεν περνάς καλά και θες να γυρίσεις πίσω σε μας; Αν πάθεις αυτό που έπαθε ο Μέμος εδώ; Τότε δε θα είσαι εσύ ποτέ απόλυτα ευτυχισμένη. Μη βιάζεσαι να πάρεις μια τέτοια απόφαση, σε παρακαλώ, σκέψου το»
«Μαμά, δεν κάνω τίποτε άλλο. Συνέχεια αυτά σκέφτομαι. Είναι ένα ρίσκο, αλλά θα το πάρω. Και μη συγκρίνεις το ενυδρείο με τη λίμνη. Εκεί είναι το φυσικό μας περιβάλλον, έτσι έπρεπε να ζούμε όλοι κι όχι στην αιχμαλωσία. Δε λέω, έχουμε τα πάντα, ζούμε σ’ένα χρυσό κλουβί. Δεν παύει όμως να είναι κλουβί.... Κι ακόμα κι αν ο Μέμος δε με θέλει πια, εγώ είμαι διατεθημένη να ζήσω για πάντα στη λίμνη. Την θέλω αυτή την εμπειρία, την ονειρεύομαι κάθε βράδυ που κοιμάμαι. Εκεί θέλω να ζήσω. Με τον Μέμο, ή χωρίς αυτόν. Θα με εμποδίσετε να πραγματοποιήσω το όνειρό μου;»
Οι αντιρρήσεις των γονιών της Λέλας κάμφθηκαν από τα ακλόνητα επιχειρήματα της μικρής και την αποφασιστικότητά της. Φοβόντουσαν για κείνην, της είχαν τρομερή αδυναμία, δε μπορούσαν όμως να την κρατήσουν κοντά τους με το ζόρι. Το θέμα τώρα για τη Λέλα ήταν να πείσει τον Μέμο να δεχτεί την απόφασή της. Και δεν υπήρχε πιο κατάλληλος γι αυτή τη δουλειά από τον ίδιο της τον πατέρα. Αυτός που πάντα είχε μια κόντρα με τον Μέμο, αυτός που πάντα προστάτευε την κόρη του κι ό,τι έκανε το έκανε για το καλό της, ήταν ο μόνος που είχε τη δύναμη να πείσει τον Μέμο ότι έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα.
Του πήρε δυο μέρες για να το καταφέρει. Στην αρχή ο Μέμος νόμιζε πως τον κορόιδευε, πως τον δοκίμαζε για να δει πόσο αγαπάει την κόρη του πραγματικά. Έτσι, δεν παραδεχόταν καν στον Πίπη ότι κι ο ίδιος ήθελε να επιστρέψει στη λίμνη. Βλέποντας όμως ότι εκείνος σοβαρολογούσε κι αφού είχε κάνει ατέλειωτες συζητήσεις με τη Λέλα, η οποία ήταν αμετακίνητη στην απόφασή της, άρχισε να το σκέφτεται. Κι όσο το σκεφτόταν, τόσο του έρεσε η ιδέα. Στο τέλος η σκέψη και μόνο ότι θα γυρίσει στη λίμνη έχοντας κοντά του και την αγαπημένη του, τον έκανε απίστευτα χαρούμενο!
«Πίπη, μην ανησυχείς για τίποτα. Θα είμαι συνεχώς κοντά της, θα της μάθω τα πάντα. Εγώ θα της φέρνω την τροφή, εγώ θα την φροντίζω. Σε λίγο καιρό θα είναι τόσο εξοικειωμένη με τη λίμνη, σα να ζούσε εκεί από τότε που γεννήθηκε!»
«Σα γονιός δε θα πάψω ποτέ ν’ανησυχώ. Θα μας λείπει και θα την θυμόμαστε πάντα. Όμως εφόσον αυτή είναι η επιθυμία της, έχετε την ευχή μου. Σου έχω εμπιστοσύνη, είσαι δυνατός και καλός χαρακτήρας. Και την αγαπάς την κόρη μου πραγματικά. Εμένα το χρέος μου τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει το δικό σου Μέμο παιδί μου»
Μ’αυτά τα λόγια τα δυο χρυσόψαρα ήρθαν πιο κοντά από ποτέ. Όσες διαφορετικότητες κι αν είχαν, το κοινό τους σημείο ήταν πιο δυνατό: η αγάπη τους για τη Λέλα.
Αμέσως αφού πάρθηκε η τελική απόφαση, μαζεύτηκαν όλοι μαζί για να βρουν τον τρόπο να πραγματοποιήσουν το σχέδιο των παιδιών. Τώρα έπρεπε να πειστεί ο κυρ Διονύσης να ρίξει και τη Λέλα στη λίμνη μαζί με τον Μέμο. Πώς θα γινόταν αυτό; Ήδη τους έβλεπε μαζί τόσες μέρες κι έτριβε τα χέρια του από ευχαρίστηση, σίγουρος πως αυτό το ζευγάρι θα του έδινε όμορφους απογόνους. Ό,τι και να σκεφτόντουσαν έπεφτε στο κενό. Μέχρι που η Τέτα, η δίδυμη αδελφή της Λέλας, έριξε μια ιδέα!
«Θυμάστε τότε που είχε αρρωστήσει η Λέλα από τη στεναχώρια της; Θυμάστε τι λέγατε τότε; Λέγατε πως έπρεπε να συνέλθει γρήγορα γιατί αν την έβλεπε ο κυρ Διονύσης θα μας την έπαιρνε! Πού θα την πήγαινε; Στα σκουπίδια; Όχι βέβαια, αφού δεν ήταν πεθαμένη! Στη λίμνη θα την πέταγε, από το φόβο του μην κολλήσουμε κι οι υπόλοιποι!»
«Μπράβο βρε Τέτα!», φώναξε ο Σούλης. «Τέλεια ιδέα! Θα κάνουν κι οι δυο τους άρρωστους κι έτσι θα καταλήξουν στη λίμνη! Ιδιοφυές! Πώς δεν το είχα σκεφτεί εγώ;...»
«Καθήστε παιδιά, μη βιαζόσαστε», είπε ο Πίπης, «δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα! Πώς θα κάνουν τους άρρωστους δηλαδή; Ή είσαι άρρωστος ή δεν είσαι! Έτσι εύκολα ξεγελάς τον κυρ Διονύση;»
«Μη σας νοιάζει κύριε Πίπη, ξέρω εγώ τον τρόπο», είπε ο Μέμος. «Στη λίμνη έχω δει πολλά άρρωστα ψάρια κι έχω μελετήσει τις αντιδράσεις τους. Θα πρέπει να μην κολυμπάμε σωστά, να γέρνουμε κάπως στο πλάι, να, έτσι. Έπειτα δε θα τρώμε, θα κρατάμε τα πτερύγιά μας κολλημένα στο σώμα και θα είμαστε στο βυθό την περισσότερη ώρα. Δεν είναι δύσκολο, θα τα καταφέρουμε!»
«Πώς δε θα τρώμε βρε Μέμο μου; Θα πεθάνουμε στ’αλήθεια! Εγώ πεινάω, δε μπορώ!», διαμαρτυρήθηκε η Λέλα.
«Αγάπη μου, όταν είναι μπροστά ο κυρ Διονύσης θα τα κάνουμε αυτά! Θα μας κρατάνε φαγητό οι υπόλοιποι και θα το τρώμε όταν φεύγει! Δε σου είπα ότι θα είσαι όλη τη μέρα έτσι! Δεν έχουμε άλλη επιλογή Λέλα μου, πρέπει να το κάνουμε»
«Θα σας βοηθήσουμε εμείς», είπαν τ’αδέλφια της Λέλας με μια φωνή κι η μητέρα της της έκλεισε το μάτι.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Όλο το προηγούμενο βράδυ ο Μέμος με τη Λέλα το περάσανε κάνοντας πρόβα υπό την καθοδήγηση των υπολοίπων. Κάποιες φορές τα καταφέρνανε καλά, άλλες φορές σκάγανε στα γέλια με το γελοίο της κατάστασης. Ο κυρ Διονύσης βλέπετε τα είχε τόσο φροντισμένα τα ψαράκια του που κανένα ποτέ δεν είχε αρρωστήσει κι όλα αυτά τους φαίνονταν πολύ παράξενα!
Εκείνο το πρωινό λοιπόν, με το που ξημέρωσε, ο κυρ Διονύσης – πιστός στο ραντεβού τους – πήγε στα ψαράκια του να τα ταΐσει και να τα καθαρίσει. Καθόταν κάμποση ώρα μαζί τους κάθε πρωί, τα φρόντιζε, τους μιλούσε και μετά έφευγε για τη δουλειά του. Ο Μέμος με τη Λέλα πήραν τις θέσεις τους στο βυθό του ενυδρείου, τα πτερύγια μαζεμένα και δεν κουνήθηκαν καθόλου όταν έπεφτε το φαγητό. Ο κυρ Διονύσης παρεξενεύτηκε πολύ βλέποντας το αγαπημένο του ζευγάρι σ’αυτή την κατάσταση. Έβαλε το χέρι του μέσα στο ενυδρείο και τα πλησίασε. Η Λέλα κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία της, ο Μέμος όχι. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος στην ανθρώπινη επαφή. Κολύμπησε μακριά και στάθηκε στην άλλη πλευρά του ενυδρείου. Ο κυρ Διονύσης δεν επέμεινε περισσότερο εκείνη τη μέρα. Έριξε λίγο αλάτι στο ενυδρείο μαζί με βιταμίνες κι έφυγε για τη δουλειά του.
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Ο Μέμος με τη Λέλα έπαιζαν πολύ καλά το ρόλο τους. Ο κυρ Διονύσης μετά από δυο-τρεις μέρες, περνούσε περισσότερο χρόνο μπροστά στο ενυδρείο παρακολουθώντας τα ψαράκια του. Δοκίμασε και μερικά φάρμακα, αλλά μετά από μια βδομάδα έδειξε πια ότι ανησυχούσε σοβαρά γι αυτούς. Ο Μέμος είχε τέτοιο πείσμα να τα καταφέρει που άντεξε μέχρι και το άγγιγμα του κυρ Διονύση!
Με το ίδιο του το χέρι τους έπιασε την όγδοη μέρα και τους έβγαλε από το ενυδρείο. Όπως περνούσε η Λέλα από την οικογένειά της, σηκωμένη από το χέρι του κυρ Διονύση, τους κοίταξε μέσα στα μάτια με νόημα και τους φώναξε «Σας αγαπώ! Δε θα σας ξεχάσω ποτέ!». Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι δεν άκουγαν τη φωνή των ψαριών κι ο κυρ Διονύσης δεν πήρε τίποτα χαμπάρι. Ο Μέμος ήταν τόσο τρομοκρατημένος που δεν πρόλαβε να πει σε κανέναν τίποτα. Όλοι οι υπόλοιποι κόλησαν στο τζάμι και κοιτούσαν τους αγαπημένους τους που απομακρύνονταν. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο κυρ Διονύσης δεν τους έβαλε στο ίδιο σακουλάκι. Τους έβαλε σε δυο ξεχωριστά σακουλάκια, πήρε τα κλειδιά του και βγήκε από το σπίτι.
Ο Μέμος έβλεπε γύρω του, όλα και πάλι του φαίνονταν περίεργα μέσα από την πλαστική σακούλα, όπως και την προηγούμενη φορά που είχε κάνει την αντίθετη διαδρομή. Φανταζόταν πόσο θα είχε τρομάξει η Λέλα, αλλά δεν μπορούσε καν να της μιλήσει από κει που ήταν. Την έβλεπε θολά μέσα στο διπλανό σακουλάκι, αλλά δεν μπορούσε να δει τα μάτια της για να την καθησυχάσει έστω μ’ένα νεύμα. Όταν βγήκαν έξω, το μόνο που πρόλαβε να δει ο Μέμος ήταν τον κυρ Διονύση ν’απλώνει το χέρι του και να δίνει το σακουλάκι με τη Λέλα σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Μίλησαν για λίγο αλλά ο Μέμος δεν άκουγε τίποτα – η σακούλα ήταν καλά κλεισμένη. Μετά εκείνος απομακρύνθηκε κι ο κυρ Διονύσης κρατώντας πάντα τον Μέμο μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε με κατεύθυνση προς τη λίμνη...
Συνεχίζεται...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αχ, ολο στο καλυτερο μας κοβεις! Παρακολουθω τη σελιδα σου καθε μερα με αγωνια για την εξελιξη της ιστοριας! Περιμενω να ολοκληρωθει για να το διαβασω στο γιο μου! Μη μας βασανισεις για πολυ ακομα!