27 Φεβ 2008

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - το τέλος της ιστορίας

Ο Μέμος αφέθηκε ελεύθερος και πάλι μέσα στη λίμνη. Ήταν ένα γκρίζο πρωινό του Οκτώβρη κι η λίμνη ήταν ακόμα σκοτεινή. Ο Μέμος, ζαλισμένος από τη διαδρομή, πήγε αμέσως και κρύφτηκε πίσω από ένα βραχάκι και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Ο κυρ Διονύσης έμεινε για λίγο να τον ψάχνει με το βλέμμα του και μετά απομακρύνθηκε.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και διάφορα χρυσόψαρα άρχισαν να μαζεύονται γύρω από τον σαστισμένο φίλο τους. Γνωστοί, άγνωστοι, συγγενείς, το νέο διαδόθηκε γρήγορα μέχρι την άλλη μεριά της λίμνης κι όλοι έσπευσαν να δουν το χρυσόψαρο «ήρωα» που κατάφερε να ξαναγυρίσει στη λίμνη μετά από μήνες αιχμαλωσίας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο! Μετά από μια ώρα είχε στηθεί πανηγύρι κανονικό! Μόνο που ο Μέμος δεν μπορούσε να χαρεί το κατόρθωμά του, δεν ένιωθε σε καμιά περίπτωση νικητής, ούτε ήρωας. Ήταν τόσο δυστυχισμένος όσο ποτέ πριν στη ζωή του. Πού ήταν η Λέλα του; Πού ήταν η αγαπημένη του; Τι νόημα είχε αυτός ο άθλος χωρίς εκείνην;
«Μέμο παιδί μου! Δεν το πιστεύω ότι σε ξαναβλέπω! Μέμο, αγόρι μου, να’ξερες πόσο μου έλειψες παιδί μου! Ο Θεός άκουσε τις προσευχές μου και σ’έφερε πίσω, τι ευτυχία είναι αυτή!» Ο Μέμος γύρισε και κοίταξε τη μητέρα του που κολυμπούσε προς τη μεριά του κλαίγοντας από χαρά. Την αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει κι εκείνος. Ποτέ κανείς δεν τον είχε δει ξανά να κλαίει.
«Κλαις αγόρι μου; Γιατί κλαις; Γύρισες πάλι κοντά μας, γιατί δεν είσαι χαρούμενος;» τον ρώτησε εκείνη τρυφερά.
«Μάνα, που να στα λέω. Αν ήξερα ότι θα γίνονταν έτσι τα πράγματα, θα έμενα στο ενυδρείο. Εκεί γνώρισα μια χρυσοψαρίνα και την αγάπησα όσο με αγάπησε κι αυτή. Καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο για να καταφέρουμε να γυρίσουμε μαζί στη λίμνη κι εκείνη τώρα χάθηκε, ούτε ξέρω που την πήγαν! Την πήρα στο λαιμό μου μάνα, καταλαβαίνεις; Εκείνη ήθελε να γυρίσω στη λίμνη γιατί ένιωθα νοσταλγία εκεί και μου λείπατε όλοι και θέλησε να έρθει μαζί μου, τέτοια θυσία έκανε για μένα. Αλλά κάτι δεν πήγε καλά, δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν την πέταξε μαζί μου στη λίμνη ο κυρ Διονύσης, γιατί, γιατί;»
«Ηρέμησε αγόρι μου, εσύ γύρισες κι είσαι καλά, αυτό έχει σημασία! Από χρυσοψαρίνες εδώ άλλο τίποτα, θα βρεις άλλη, θα την ξεχάσεις.»
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο; Οι δικοί της οι γονείς μας συμπαραστάθηκαν, μας βοήθησαν, πίστεψαν στην αγάπη μας. Εσύ πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρή; Δε βλέπεις ότι υποφέρω;»
«Επειδή το βλέπω, γι αυτό σου μιλάω έτσι. Τι άλλο να κάνεις αγόρι μου; Μπορείς να κάνεις κάτι τώρα πια;»
«Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω, πάντως δε θα ησυχάσω αν δε βρω τη Λέλα!», είπε ο Μέμος κι έφυγε μακριά απ’όλους.
Τις επόμενες μέρες ο Μέμος, αν και ελεύθερος πια στο φυσικό του περιβάλλον, ήταν σα θηρίο στο κλουβί. Δεν ήθελε να μιλάει με κανέναν, είχε βαρεθεί να τον ρωτάνε όλοι τα ίδια πράγματα. Κανείς εξάλλου δεν καταλάβαινε τον πόνο του και μερικοί «φίλοι» τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του. Τα βράδια ξαγρυπνούσε κοιτώντας το φεγγάρι, όπως ακριβώς το ονειρευόταν όταν ήταν στο ενυδρείο. Τώρα όμως μετάνοιωνε κι ένιωθε τόσο βλάκας που πήρε αυτή την απόφαση. Και τι δεν θα έδινε να ήταν πίσω στο ενυδρείο – ακόμα και σε γυάλα – αρκεί να είχε κοντά του τη Λέλα του. Με τον σκληρό τρόπο συνειδητοποίησε ότι πιο μεγάλη σημασία από το μέρος που ζεις έχει το ποιόν έχεις δίπλα σου για να ζεις μαζί. Πόσο λάθος έκανε και πόσο πολύ τον πονούσε που την έχασε...
Πέρασε έτσι ένας ολόκληρος μήνας. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά κι η θερμοκρασία στη λίμνη είχε πέσει αισθητά. Ο Μέμος ήταν συνηθισμένος, δεν τον ενδιέφερε. Σκεφτόταν πόσο θα κρύωνε η μικρή του Λέλα αν ήταν εδώ μαζί του κι αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα της ότι θα φρόντιζε να της εξασφαλίσει τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τι σημασία είχε όμως τώρα πια; Πιθανόν εκείνη να είχε γυρίσει ήδη πίσω στους δικούς της κι ίσως τελικά να ήταν καλύτερα χωρίς αυτόν. Μόνο κακό της είχε κάνει από τότε που μπήκε στη ζωή της. Καλύτερα να τον ξεχνούσε και να ζούσε ευτυχισμένη.
Εκείνος όμως δεν ήταν. Ποτέ δε θα ήταν το ίδιο χωρίς τη Λέλα. Η αγάπη είναι να μην την γνωρίσεις. Άμα την γνωρίσεις και την νιώσεις, ποτέ δε γίνεσαι όπως πριν. Όπου κι αν πήγαινε την έβλεπε μπροστά του. Όποια χρυσοψαρίνα κοιτούσε την σύγκρινε με την Λέλα. Και φυσικά καμιά δεν ήταν τόσο όμορφη και τόσο καλή. Οι δικοί του τον μάλωναν γιατί ζούσε ριψοκίνδυνα, σα να μην τον ενδιέφερε για τη ζωή του. Κι ήταν αλήθεια, δεν τον ενδιέφερε. Ο χρόνος για τον Μέμο είχε σταματήσει στη στιγμή που είδε την αγαπημένη του για τελευταία φορά μέσα σε κείνη την πλαστική σακουλίτσα.
Μια μέρα που έβρεχε πολύ κι όλα τα ψάρια είχαν μείνει κρυμμένα στις φωλιές τους, ο Μέμος πήγε στο σημείο απ’όπου τον είχε πιάσει ο κυρ Διονύσης. Πήγαινε συχνά εκεί, ελπίζοντας να τον ξαναδεί και – γιατί όχι – να τον ξαναπιάσει. Ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε στην επιφάνεια, αλλά η βροχή τον εμπόδιζε να δει έξω. Άκουσε ανθρώπινες φωνές κι η καρδιά του πετάρισε. Έκανε υπερ-ψάρινη προσπάθεια να βγει όσο πιο ψηλά μπορούσε στην επιφάνεια. Διέκρινε ανθρώπινες μορφές κι άκουσε χαρούμενες φωνές. Ήταν παιδιά. Πάλι κάποια εκδρομή σχολείου προφανώς - αλλά μ’αυτό τον καιρό; Έμεινε εκεί προσπαθώντας ν’ακούσει τι έλεγαν. Κάποιο παιδάκι τον είδε κι έσκυψε προς το μέρος του. Ο Μέμος άκουσε τους υπόλοιπους να του φωνάζουν «έλα, θα γίνουμε μούσκεμα, πάμε να φύγουμε από δω!», αλλά εκείνο επέμενε να δει τον Μέμο από πιο κοντά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος κι ο Μέμος είδε το παιδί να πέφτει μέσα στη λίμνη! Τρόμαξε πολύ κι έκανε να φύγει, αλλά η περιέργεια τον κράτησε εκεί. Με τη φασαρία βγήκαν κι άλλα ψάρια απ’τις φωλιές τους κι έτρεξαν να δουν τι συνέβαινε. Το παιδάκι τα είχε χάσει εντελώς και χτυπιόταν μέσα στο νερό, μην ξέροντας προς τα που είναι η επιφάνεια.
Ο Μέμος τότε, χωρίς κανένα δισταγμό, πήγε κοντά στο παιδί και πιάνοντας με το στόμα του μια τούφα απ’τα μαλλιά του, προσπάθησε να τον τραβήξει προς τα πάνω. Ήταν ανώφελο, το παιδάκι χτυπιόταν σαν τρελό. Ο Μέμος δεν το έβαλε κάτω και φώναξε όλους όσους κοιτούσαν από γύρω σε βοήθεια. Με ικανότητες πραγματικού αρχηγού, τους έπεισε μέσα σε δευτερόλεπτα να ξεπεράσουν το φόβο τους και να τον ακολουθήσουν στην προσπάθειά του. Έτσι, περίπου 15 χρυσόψαρα, βούτηξαν από μια τούφα μαλλιά ο καθένας τους και κατάφεραν να κάνουν το παιδάκι να σηκώσει το κεφάλι του προς τη σωστή κατεύθυνση και να βρει τον προσανατολισμό του προς την επιφάνεια. Εκείνο τότε με γρήγορες κινήσεις βγήκε έξω απ’το νερό κι ανέπνευσε με ανακούφιση. Τα ψάρια εξαφανίστηκαν και πάλι στις φωλιές τους και μόνο ο Μέμος έμεινε να κοιτάζει από κοντά το παιδάκι που το τραβούσαν οι φίλοι του τώρα έξω από το νερό.
Ήταν φανερά σοκαρισμένο και προσπαθούσε να εξηγήσει στους άλλους τι συνέβει, αλλά φυσικά κανείς δεν τον πίστεψε. «Τα χρυσόψαρα σε τράβηξαν από τα μαλλιά και βγήκες στην επιφάνεια; Πολλά έργα φαντασίας βλέπεις τελευταία», του έλεγαν γελώντας. Εκείνος όμως γύρισε και κοίταξε τον Μέμο που παρέμενε κοντά στην επιφάνεια του νερού και πριν τον πάρουν οι φίλοι του να φύγουν, του φώναξε: «Σ’ευχαριστώ και σένα και τους φίλους σου! Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, θα έρθω να σε ξαναβρώ!».
Μετά από αυτό το περιστατικό ο Μέμος είχε πλέον αποκτήσει τη φήμη του σούπερ ήρωα στη λίμνη! Όλοι τον θεωρούσαν αρχηγό τους, τον θαύμαζαν και τον ακολουθούσαν πιστά. Όλες οι χρυσοψαρίνες ήθελαν να τον πάρουν γι άντρα τους και καθημερινά τον πολιορκούσαν. Η καρδιά του Μέμου όμως χτυπούσε μόνο για τη Λέλα. Δεν είχε πάψει στιγμή να την σκέφτεται και να ελπίζει ότι θα την ξαναβρεί.
Μερικές μέρες μετά το περιστατικό με το παιδάκι, ένα Κυριακάτικο ηλιόλουστο πρωινό του Νοέμβρη πολύς κόσμος είχε βγει βόλτα στη λίμνη, να δουν τα χρυσόψαρα και να τα ταϊσουν όπως συνήθιζαν. Ο Μέμος τα βαριόταν όλα αυτά και ποτέ δεν πήγαινε με τους άλλους κοντά στον κόσμο. Όμως εκείνη τη μέρα, ο κολλητός του φίλος ο Μπομπ ήρθε και τον φώναξε.
«Έλα Μέμο! Σε ψάχνει εκείνο το παιδάκι που είχαμε σώσει! Το είδα καθαρά, είναι το ίδιο παιδάκι και φέρνει γύρω γύρω τη λίμνη ψάχνοντας να βρει εσένα!»
«Άσε με βρε Μπομπ στην ησυχία μου. Τι ψάχνει να με βρει να με κάνει; Να μου ρίξει φαγητό; Δε θέλω, πήγαινε εσύ».
«Έλα σου λέω! Να δεις το καημένο με τι αγωνία σε ψάχνει! Κρίμα είναι, έλα!»
Ο Μέμος ακολούθησε τελικά τον φίλο του απρόθυμα, μόνο και μόνο για να του κάνει το χατήρι. Εντόπισαν εύκολα το παιδάκι μέσα σε όλο τον κόσμο, τον είχαν δει από πολύ κοντά εξάλλου εκείνη την άτυχη μέρα. Καθόταν στεναχωρημένο κι απογοητευμένο κοντά στην άκρη της λίμνης. Ο Μέμος πλησίασε και έβγαλε το κεφάλι του απ’το νερό δημιουργώντας παφλασμό. Αυτό του τράβηξε την προσοχή κι αμέσως τον είδε!
«Γειά σου ψαράκι! Εσένα έψαχνα να βρω! Είσαι το πιο όμορφο και το πιο θαρραλέο χρυσόψαρο σε όλη τη λίμνη! Το ξέρω ότι μ’έσωσες εκείνη τη μέρα κι ας μη με πιστεύει κανείς. Με λένε Κωστή και σου έχω φέρει ένα δώρο. Εγώ τ’αγαπάω πολύ τα χρυσόψαρα και τα λυπάμαι να τα κρατάω αιχμάλωτα. Προτιμώ να έρχομαι να τα βλέπω εδώ να κολυμπούν ελεύθερα. Μου έφεραν κι εμένα ένα χρυσόψαρο πριν από λίγο καιρό, πολύ όμορφο, αλλά πολύ δυστυχισμένο. Ήταν άρρωστο κι ήθελα να το κάνω καλά, αλλά δεν τα καταφέρνω. Πιστεύω πως εδώ θα είναι πολύ καλύτερα, μαζί σας. Είναι κοριτσάκι, πολύ όμορφο, χρυσό στην κυριολεξία! Την εμπιστεύομαι σε σένα. Να γίνετε φίλοι, να την φροντίζεις και θα έρχομαι κάθε Κυριακή να σας βλέπω».
Λέγοντας αυτά ο Κωστής, άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα μια σακουλίτσα μ’ένα χρυσόψαρο. Ο Μέμος που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε με περιέργεια τα όσα του έλεγε ο μικρός του φίλος, κάρφωσε τα μάτια του στη σακούλα κι η καρδιά του σταμάτησε. Όσο η σακούλα πλησίαζε το νερό νόμιζε πως ονειρευόταν. Ήταν αλήθεια ή γι άλλη μια φορά η επιθυμία του τον έκανε να βλέπει παραισθήσεις; Ο Κωστής έβαλε τη σακούλα μέσα στο νερό, την αναποδογύρισε κι ελευθέρωσε το χρυσόψαρό του, που δεν ήταν άλλο από την γλυκιά, την αγαπημένη του Λέλα!
Εκείνη εντελώς ζαλισμένη, έκανε μια τούμπα μέσα στο νερό κι έμεινε ακίνητη κοιτώντας τριγύρω. Ο Μέμος την πλησίασε δειλά.
«Λέλα; Αγάπη μου εσύ είσαι; Είναι αλήθεια ή ονειρεύομαι; Θα τρελαθώ! Λέλα μου!» Κολυμπούσε σαν τρελός γύρω της μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. Η Λέλα, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, τον αγκάλιασε και δάκρυα χαράς έτρεξαν απ’τα μάτια της. Ο Κωστής τους παρακολουθούσε χαρούμενος και σίγουρος πια ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Τα δυο ψαράκια κολύμπησαν μαζί σε όλη τη λίμνη κι ήταν σα να χόρευαν. Τα υπόλοιπα χρυσόψαρα τους κοιτούσαν παραξενεμένα και δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο αρχηγός τους είχε βρει επιτέλους την αγαπημένη του. Ποτέ ξανά δεν τον είχαν δει τόσο χαρούμενο. Πηδούσε έξω απ’το νερό σα να ήταν δελφίνι! Αφού πέρασαν έτσι αρκετή ώρα κι ο Μέμος της έδειξε όλη τη λίμνη, κάθησαν σε μια μεριά και διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον τι είχε συμβεί από εκείνη την τελευταία μέρα που τους χώρισαν. Ο Μέμος δεν είχε και πολλά να της πει, εκτός από εκείνο το περιστατικό με τον Κωστή που είχε πέσει στη λίμνη.
Τελικά η ατυχία συτού του παιδιού ήταν το τυχερό τους! Ο Κωστής ήταν ένα πολύ καλό παιδί, απ’ότι είπε η Λέλα στο Μέμο και πραγματικά τ’αγαπούσε τα χρυσόψαρα. Όταν η Λέλα έφτασε στα χέρια του, εκείνος την έβαλε σ’ένα μικρό ενυδρείο και προσπαθούσε να την κάνει καλά με πολύ φροντίδα και πολύ αγάπη. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ ευτυχισμένη εκεί. Η Λέλα όμως – όπως κι ο Μέμος – το μόνο που ήθελε ήταν να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της. Έτσι, συνέχισε να προσποιείται την άρρωστη και δε χρειαζόταν να προσπαθεί και πολύ, γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένη που κόντευε ν’αρρωστήσει στην πραγματικότητα.
«Την ημέρα που έπεσε ο Κωστής στη λίμνη και τον σώσατε, ήρθε σπίτι και μου τα διηγήθηκε όλα. Μόνο σε μένα τα έλεγε, κανείς από τους ανθρώπους δεν τον πίστευε! Εγώ όμως τρελαινόμουν να μαθαίνω ιστορίες από τη λίμνη, γιατί μέσα μου ήξερα πως εσύ ήσουν εδώ και με περίμενες. Κι επίσης ήξερα πως για σένα μιλούσε ο Κωστής, όταν μου περιέγραφε ένα θαρραλέο, όμορφο χρυσόψαρο!»
«Όσο σε σκέφτομαι εκεί μόνη σου, τόσο φοβισμένη και τόσο λυπημένη... Εγώ φταίω για όλα, είχα τόσες τύψεις που μου ήταν αδύνατον να ησυχάσω. Και φυσικά να σε ξεχάσω – ούτε λόγος! Για σένα ζούσα, με την ελπίδα να σε ξαναβρώ. Πήγαινα εκεί, σε κείνο το σημείο που με είχε πρωτοπιάσει ο κυρ Διονύσης, μπας και τον έβλεπα να φέρνει και σένα. Γιατί σε πήγε εκεί άραγε; Γιατί σε πήγε στον Κωστή;»
«Όταν μας έβγαλε από το ενυδρείο και χωριστήκαμε, νόμιζα πως θα τρελαθώ! Ήμουνα μόνη μου σ’εκείνη τη σακούλα κι ούτε ήξερα που με πήγαιναν! Με πήρε εκείνος ο κύριος, που είναι ο πατέρας του Κωστή, και με πήγε σπίτι του. Όταν κατάλαβα ότι ήμουν πάλι σ’ενυδρείο απελπίστηκα. Ήμουν ολομόναχη, νόμιζαν ότι είμαι άρρωστη βλέπεις! Γύρω μου έβλεπα κι άλλα ενυδρεία, με κάτι ψάρια παράξενα, όχι χρυσόψαρα πάντως. Με αγαπούσαν – δεν έχω παράπονο. Ο Κωστής το είχε βάλει πείσμα να με κάνει καλά και τον λυπόμουν. Όταν μου μιλούσε πήγαινα κοντά στο τζάμι και τον άκουγα, όταν με τάιζε έτρωγα, για να μην τον στεναχωρώ. Όμως αυτό το παιδάκι μ’ένιωθε, ένιωθε τον πόνο μου, καταλάβαινε πως εκεί υπέφερα. Μετά από την ημέρα που έπεσε στη λίμνη του μπήκε η ιδέα να με ελευθερώσει εδώ. Ήταν ένα δώρο ευγνωμοσύνης προς όλα τα χρυσόψαρα που τον έσωσαν».
«Το θέλαμε τόσο πολύ να είμαστε μαζί που τελικά το καταφέραμε! Με σένα εδώ, έχω τα πάντα. Εδώ θα φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια και θα πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας αγαπημένη μου! Θα αντιμετωπίσουμε και δυσκολίες και αναποδιές – όμως θα είμαστε μαζί κι αυτό θα μας δίνει δύναμη. Την δύναμη της αγάπης».
Κι έτσι κι έγινε.
Ο Μέμος με τη Λέλα έκαναν πολλά όμορφα χρυσόψαρα και ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στη λίμνη. Η Λέλα προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στο νέο της περιβάλλον, χάρη στη βοήθεια του Μέμου φυσικά. Όλοι την αγάπησαν στη λίμνη και την θαύμαζαν για την καλή της την καρδιά και την αφοσίωσή της στην οικογένειά της. Κάθε Κυριακή, για πολλά πολλά χρόνια, το ζευγάρι πήγαινε στο σημείο της λίμνης που είχε σημαδέψει τη ζωή τους. Πολύ συχνά ερχόταν ο Κωστής και τους έβλεπε κι αυτό τους έδινε μεγάλη χαρά. Συχνά συναντούσαν και τον κυρ Διονύση, ο οποίος φυσικά τους γνώριζε και τους καμάρωνε. Μέσα τους κρατούσαν πάντα ζωντανή την ελπίδα να ξαναδούν κάποιον από την οικογένεια της Λέλας να ελευθερώνεται στη λίμνη. Δεν ξέχασαν ποτέ κανέναν από τους αγαπημένους τους. Η αγάπη έχει τόση δύναμη που μπορεί και νικάει τον χρόνο...
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μου θύμισε κάτι από PIXAR ή DISNEY... Well done!!!!!!

Ανώνυμος είπε...

Απλά καταπληκτικό! Και , ας μου επιτραπεί να πώ , δίνει και μια άλλη (τη σωστή πιστεύω) διάσταση σε ότι έχει να κάνει με το χόμπυ μας , για όσους θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι ακουαρίστας είναι αυτός που "παίζει" με βουβά και ανέκφραστα πλάσματα που περιφέρονται ασκόπως σε μια μικρή ή μεγάλη γυάλα με νερό. Τα συγχαρητήριά μου.

Ανώνυμος είπε...

Η ιστορια σου ειναι θαυμασια την διαβασα ολη μονομιας , κολισα και δεν μπορουσα να απομακρυνθω μακρυα πριν μαθω τη εγινε στο τελος της ιστοριας,
Η κορη μου Κατερινα (ειναι 11 χρονων)ενθουσιαστικε ακομα πιο πολυ.Θα σου κλεψει και μερικες ιδεες για να γραψει στη σχολικη εφυμεριδα.
Σ΄ευχαριστουμε που την μοιραστικες μαζι μας.

Ανώνυμος είπε...

Πραγματικά ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά, πολύ διδακτικό για αξίες που κοντεύουμε να ξεχάσουμε εμείς οι μεγάλοι. Κρατάω το ηθικό δίδαγμα για τη δύναμη της αγάπης...