22 Φεβ 2008

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 2ο μέρος

Από την επόμενη κιόλας μέρα η Λέλα έγινε η σκιά του Μέμου. Τον ακολουθούσε διαρκώς, προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα, εκείνος όμως συστηματικά την αγνούσε. Η αλλαγή στη συμπεριφορά της μικρής χρυσοψαρίνας δεν πέρασε απαρατήρητη από τους δικούς της. Οι αδελφές της συνεχώς την ρωτούσαν τι τρέχει με τον Μέμο και ο αδελφός της την κοιτούσε καχύποπτα. Ο πατέρας της της απαγόρευσε να τον ξαναπλησιάσει, δεν τον ήθελε για γαμπρό του. Καλύτερα να απογοητευόταν ο κυρ Διονύσης και να τον έπαιρνε από κει μέσα. Τους ήταν ανεπιθύμητος.
Όμως η Λέλα δεν άκουγε κανέναν. Στα μάτια της ο Μέμος ήταν ένας ήρωας, ανυπόταχτος και ατρόμητος. Τον θαύμαζε και κάθε φορά που τον κοιτούσε η μικρή καρδούλα της χτυπούσε σαν τρελή. Ήθελε να βρίσκεται συνεχώς κοντά του, να του μιλάει, να τον αγγίζει τυχαία με τα πτερυγιάκια της. Ήταν πολύ πεισματάρα κι επίμονη και δεν το έβαζε κάτω με τίποτα. Τι κι αν αυτός την αγνοούσε, τι κι αν της μιλούσε απότομα καμιά φορά – εκείνη το χαβά της! Πάντα γλυκομίλητη, πάντα με το χαμόγελο. Κάτι μέσα της της έλεγε ότι ο Μέμος δεν είναι αυτό που δείχνει. Και η γυναικεία της διαίσθηση την έκανε να νιώθει πως κι εκείνου του άρεσε κι ας μην το έδειχνε.
Είχε καταφέρει καποιες νύχτες που όλοι κοιμόντουσαν (κι ο Μέμος ήταν πιο ευάλωτος λόγω της νοσταλγίας που ένιωθε τα βράδια), να τον πλησιάσει και να τον κάνει να της μιλήσει. Δειλά δειλά της ανοιγότανε και της εξιστορούσε τις περιπέτειες που είχε ζήσει στη λίμνη. Μόλις εκείνη όμως του έκανε πιο προσωπικές ερωτήσεις, για την αγάπη, για τον έρωτα, εκείνος κλεινόταν και πάλι στον εαυτό του κι η συζήτηση σταματούσε εκεί.
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Το μόνο που είχε αλλάξει στη ρουτίνα του ενυδρείου ήταν ότι ο Μέμος πήγαινε να φάει με τους υπόλοιπους κάθε φορά που ερχόταν το φαγητό. Με τον Πίπη εξακολουθούσε να μην τα πηγαίνει καθόλου καλά κι αρπαζόντουσαν σε κάθε ευκαιρία. Με τον Σούλη λέγανε πέντε κουβέντες, αλλά δε θα το έλεγες ότι κάνουν και παρέα. Οι υπόλοιποι του ήταν αδιάφοροι. Εκτός από τη Λέλα. Όλη την ημέρα ο Μέμος ζούσε για τη στιγμή που θα νύχτωνε κι η Λέλα θα τον πλησίαζε κρυφά. Αυτή είχε γίνει η μοναδική του χαρά. Ποτέ δεν της το έδειχνε, ούτε στον εαυτό του δεν το παραδεχόταν πόσο του είχε γίνει απαραίτητη η συντροφιά της.
Ένα απ’αυτά τα βράδια η Λέλα πήγε κοντά του κρατώντας στο στόμα της ένα σκουληκάκι. Τον πλησίασε και το άφησε δίπλα του.
«Το έφερα για σένα. Το πρωί που μας τα φέρανε δεν πρόλαβες να φας».
«Κι εσύ που το βρήκες;»
«Το είχα κρύψει, το είχα φυλαγμένο όλη μέρα. Δικό μου είναι ό,τι ήθελα το έκανα. Στο κάνω δώρο, φάτο»
«Δεν το θέλω, φάτο εσύ. Δε μου έχουν λείψει εμένα τα σκουλήκια στη λίμνη, κάθε μέρα τέτοια έτρωγα».
«Ένας λόγος παραπάνω Μέμο μου. Επειδή είσαι πολύ καιρό εδώ σίγουρα θα σου έχουν λείψει. Έλα πάρτο, μην κάνεις σαν παιδί»
Ο Μέμος δίστασε για λίγο, αλλά τελικά το καταβρόχθισε!
«Ευχαριστώ. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί έρχεσαι τα βράδια και μου κάνεις παρέα, γιατί με φροντίζεις; Εγώ δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω»
«Κάνεις λάθος! Μου προσφέρεις πολλά πράγματα. Κάνεις την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, με κάνεις να νιώθω πως η ζωή ξαφνικά είναι όμορφη, τα πάντα έχουν ένα πιο φωτεινό χρώμα. Μου λες σημαντικά πράγματα για τον έξω κόσμο που εγώ ποτέ δε θα είχα την ευκαιρία να μάθω. Θα ήθελα πολύ να γίνω σαν έσένα, τολμηρή, δυνατή, έξυπνη»
«Έλα τώρα! Δεν έχω τίποτα να ζηλέψεις! Και έξυπνη είσαι και όμορφη. Εξάλλου εσύ μου έλεγες ότι εδώ μέσα έχεις τα πάντα, δε σου λείπει τίποτα»
«Ναι έτσι ήταν. Πριν σε γνωρίσω. Γιατί από τότε που σε γνώρισα κατάλαβα πως μου έλειπε το πιο βασικό πράγμα για τη ζωή. Αυτό που τ’αλλάζει όλα, που τα κάνει να φαίνονται ασήμαντα και ανούσια μπροστά του»
«Και ποιό είναι αυτό;»
«Η αγάπη Μέμο. Η αγάπη....»
Ο Μέμος έγινε ακόμα πιο κόκκινος απ’ότι ήταν! Τα έχασε κι απέστρεψε το βλέμμα του απ’το δικό της. Για πρώτη φορά έχασε τα λόγια του και δεν ήξερε τι να πει. Κανένα άλλο θηλυκό δεν του είχε μιλήσει ποτέ έτσι. Κι ας είχε γνωρίσει τόσες πολλές.
Η Λέλα τον πλησίασε περισσότερο και του έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Μετά έφυγε αθόρυβα, όπως είχε έρθει.
Από κείνο το βράδυ ο Μέμος κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Συμπεριφερόταν άσχημα σε όλους και ξεσπούσε με το παραμικρό. Οι καυγάδες με τα άλλα αρσενικά μπήκαν σε ημερησία διάταξη! Τα βράδια κρυβόταν από νωρίς κι έκανε πως κοιμάται. Η Λέλα δεν κατάφερε ούτε μια φορά να του ξαναμιλήσει.
Η καημένη η Λέλα είχε πέσει σε απελπισία. Ο πόνος της καρδιάς της ήταν τόσο μεγάλος και δυνατός που δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να παίξει, δεν είχε όρεξη για τίποτα.
Κάποια μέρα η μητέρα της αποφάσισε να της μιλήσει.
«Λέλα μου; Γλυκό μου κορίτσι τι σου συμβαίνει; Μέρες τώρα είσαι στεναχωρημένη και δε μιλάς σε κανέναν. Έχεις αλλάξει καρδούλα μου, γιατί;»
«Δεν ξέρω μαμά, άσε με. Απλά δεν έχω όρεξη»
«Αχ, Λέλα μου, όταν εσύ πήγαινες εγώ γύριζα!»
«Τι πάει να πει αυτό τώρα;»
«Πάει να πει ότι ξέρω καλά τι σου συμβαίνει. Κι ο πατέρας σου το έχει καταλάβει, μην κοιτάς που δε μιλάμε. Αυτός ο Μέμος σου’χει πάρει τα μυαλά, έτσι δεν είναι; Τον αγάπησες κι εκείνος δε σε θέλει και στεναχωριέσαι. Σωστά;»
Η Λέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι άρχισε να κλαίει.
«Το βλέπει κι ο πατέρας σου που σου έχει αδυναμία, γι αυτό τον έχει συνέχεια στην κόντρα. Καμιά μέρα θα τον δείρει με τα νεύρα που του έχει, είμαι σίγουρη»
«Αχ μαμά όχι! Σε παρακαλώ! Μην τον πειράξει πες του, μην του κάνει κακό, τον αγαπάω μαμά, δε θέλω να πάθει κάτι!»
«Αγάπη μου, αυτός θα φύγει, το βλέπεις. Ήδη ο κυρ Διονύσης με μισό μάτι τον κοιτάει έτσι που φέρεται μέσα στο ενυδρείο. Νομίζεις έχει το μυαλό του γι αγάπες κι έρωτες; Αυτός το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει σπίτι του. Είναι πολύ πιθανό να έχει άλλο κορίτσι εκεί, το σκέφτηκες αυτό;»
«Όχι δεν έχει! Τον ρώτησα! Γιατί δε με θέλει μαμά μου; Δεν είμαι όμορφη; Δεν είμαι καλή; Τα θηλυκά της λίμνης είναι πολύ καλύτερα από μας;»
«Κούκλα είσαι! Η καλύτερη που θα μπορούσε ποτέ να βρει. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Είσαι διαφορετική, δεν ταιριάζετε. Αλλιώς έχει μάθει αυτός, ελεύθερος εκεί έξω. Πάρτο απόφαση Λέλα μου και βγάλτον απ’την καρδιά σου. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πληγωθείς περισσότερο και δε σου αξίζει κοριτσάκι μου».
Με τα λόγια αυτά και μια γλυκιά αγκαλιά, η Βιβή παρηγόρησε την κόρη της.
Όμως η καρδιά της Λέλας δε γιατρεύτηκε έτσι εύκολα. Και μετά από λίγες μέρες από τη στεναχώρια της αρρώστησε. Έχασε εντελώς την όρεξη της, ένιωθε τρομερή αδυναμία και το κορμάκι της γέμισε σπυράκια. Οι γονείς της ανησύχησαν πολύ και προσπάθησαν να την συνεφέρουν, αλλά μάταια. Ο Μέμος στην αρχή παρακολουθούσε από μακριά το σημείο που είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από τη Λέλα. Τον έτρωγε η αγωνία αλλά ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να πλησιάσει. Τελικά, βλέποντας να περνάει η ώρα και η Λέλα να μένει ακίνητη, πήγε κι αυτός κοντά της.
Ο Πίπης τον κοίταξε άγρια και δεν τον άφησε να την πλησιάσει. «Αρκετό κακό της έχεις κάνει, φύγε! Κοίτα πώς κατάντησε το κοριτσάκι μου! Αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!»
Η Βιβή, για πρώτη φορά μπήκε μπροστά στον άντρα της
«Άστον Πίπη μου. Άστον να πάει κοντά της. Μόνο αυτός μπορεί να την κάνει καλά. Άστον και δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αν την δει ο κυρ Διονύσης έτσι, θα μας την πάρει»
Ο Πίπης παραμέρισε απρόθυμα κι ο Μέμος έτρεξε στην αγαπημένη του. Άρχισε να την χαιδεύει με τα πτερύγιά του και να της μιλάει. Εκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτα πια. Η Βιβή έκανε νόημα στους υπόλοιπους κι απομακρύνθηκαν από το ζευγάρι. Ο Μέμος ήταν η τελευταία τους ελπίδα για να σωθεί η μικρή τους Λέλα.
Συνεχίζεται...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

pambos+alex
poli liga vivlia kataferan na mou kratisoun to endiaferon.afto einai ena apo afta kai ego to theoro poli simantiko.To gegonos oti sindiazete i pragmatiki zoi ton anthropon me thn magia ths fisis kai akomi pio poli ton mageftiko kosmo ton psarion, emena me ekfrazei.theoro oti oute ligo oute poli oloi eimaste sto telos ths imeras omorfa xrisopsara pou prospathoun na epiviosoun.thelo omos prota na diavaso olo to vivlio gia na ekfrasto kalitera.anipomono na to paro sta xeria mou kai na mpo ston kosmo afto.ena megalo bravo kai is anotera sthn sigrafea pou katafere na mou kentrisei to endiaferon.