21 Φεβ 2008

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 1ο μέρος

Μια φορά κι έναν καιρό ο Μέμος ζούσε ελεύθερος κι ευτυχισμένος σε μια μεγάλη λίμνη, σ’ένα όμορφο ελληνικό νησί. Ήταν ένα όμορφο χρυσόψαρο με ζωηρό πορτοκαλί χρώμα και μεγάλη ουρά. Είχε μια μεγάλη παρέα από άλλα χρυσόψαρα της λίμνης κι όλη μέρα έπαιζαν και κολυμπούσαν ξένοιαστα στα θολά νερά. Γεννήθηκε εκεί και δεν είχε γνωρίσει άλλο σπίτι. Στα δυο χρόνια της ζωής του είχε μάθει πώς να κυνηγά για να εξασφαλίσει την τροφή του και πως να παλεύει με τα άλλα αρσενικά για να κερδίσει το κορίτσι που του άρεσε. Μέχρι που μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, βρέθηκε μέσα στην απόχη του κυρ Διονύση.
Ο κυρ Διονύσης είχε τρέλα με τα χρυσόψαρα. Τ’αγαπούσε πολύ και τα φρόντιζε. Τον χειμώνα πήγαινε μέρα παρά μέρα στη λίμνη και τάιζε όλα τα ψάρια που ζούσαν εκεί. Στο σπίτι του είχε ένα μεγάλο ενυδρείο 200 λίτρων, όπου έκανε αναπαραγωγές με χρυσόψαρα. Καιρό τώρα έψαχνε να βρει ένα όμορφο γερό αρσενικό για να ζευγαρώσει με τα θηλυκά του ενυδρείου. Αυτά που είχε ήδη ήταν συγγενείς μεταξύ τους κι έτσι έψαχνε για νέο αίμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πιάσει τον Μέμο και να τον μεταφέρει στο σπίτι του, στο ενυδρείο του με τα έξη χρυσόψαρα.
Ας γνωρίσουμε όμως τους κατοίκους του ενυδρείου που έμελε να γίνει το νέο σπίτι του Μέμου.
Αρχηγός ήταν ο Πίπης, ο γηραιότερος. Ήταν επτά χρονών και δεν ήταν κοινό χρυσόψαρο. Είχε ένα γκρίζο χρώμα με κίτρινες ανταύγιες και τα πτερύγια και η ουρά του ήταν λευκά. Τον είχε πιάσει ο κυρ Διονύσης από τη λίμνη όταν ήταν ακόμα πολύ μωρό, έτσι δε θυμόταν τίποτα από το φυσικό του περιβάλλον. Ήταν πολύ σοβαρός και αυστηρός με όλους τους άλλους και είχε λατρεία στο πρόσωπο του αφεντικού του. Ανέβαινε στο χέρι του και δεν κατέβαινε από κει μέχρι να τον αφήσει ο ίδιος. Ο Πίπης ήταν παντρεμένος με την Βιβή, μια χρυσοψαρίνα δυο χρόνια μικρότερή του.
Η Βιβή ήταν κλασσικό κοινό χρυσόψαρο, πορτοκαλί χρώματος με κοντά πτερύγια, επίσης πορτοκαλιά, όπως και η ουρά της. Είχε χρυσή καρδιά κι ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα και τα παιδιά της. Δεν έτρωγε αν δεν είχαν φάει οι άλλοι πρώτα, τους παραχωρούσε τα καλύτερα μέρη για να κοιμούνται, πάντα γινόταν θυσία για όλους δηλαδή. Με τον κυρ Διονύση ήταν λίγο ντροπαλή, δεν τον φοβόταν βέβαια αλλά δεν τον πλησίαζε κι εύκολα. Σε αντίθεση με τον Πίπη, προτιμούσε τη συντροφιά των άλλων ψαριών από την συντροφιά των ανθρώπων. Η Βιβή είχε γεννηθεί σ’ένα άλλο ενυδρείο, ενός φίλου του κυρ Διονύση κι εκείνος την πήρε όταν ήταν περίπου ενός έτους. Εκεί γνώρισε τον Πίπη κι από τότε έγιναν αχώριστοι. Απέκτησαν πολλά παιδιά στα τέσσερα χρόνια της συμβίωσής τους, αλλά όλα τους έφευγαν αργά ή γρήγορα. Στην αρχή η Βιβή στεναχωριόταν πολύ, στο τέλος όμως το συνήθισε.
Είχαν κοντά τους εξάλλου από τότε που γεννήθηκαν, τέσσερα από τα παιδάκια τους. Τον Σούλη και την Μπούλα, δίδυμα δυο χρονών και την Λέλα με την Τέτα, δίδυμες μόλις έξη μηνών. Τα δυο πρώτα αδελφάκια έμοιαζαν στη μητέρα τους, είχαν το ίδιο χρώμα με κείνην, αλλά λίγο μεγαλύτερα πτερύγια. Τα μικρά έμοιαζαν στον μπαμπά. Η Λέλα είχε πάρει το κίτρινο χρώμα του στο σώμα και τα λευκά του πτερύγια κι ήταν ένα πολύ σπάνιο χρυσόψαρο. Χρυσή στην κυριολεξία! Η Τέτα ήταν περισσότερο γκρίζα και λιγότερο κίτρινη.
Αυτή η οικογένεια ζούσε ευτυχισμένη στο ενυδρείο του κυρ Διονύση, με άπειρη φροντίδα εκ μέρους του. Τους είχε εξασφαλίσει ένα όμορφο περιβάλλον με φυσικά φυτά, ξύλα και πέτρες από τη λίμνη και δεν τους έλειπε κυριολεκτικά τίποτα. Είχαν τα μικροπροβλήματά τους, όπως καθε οικογένεια, όμως ήταν κατά βάση πολύ αγαπημένοι και περνούσαν καλά όλοι μαζί.
Την ημέρα που ήρθε ο Μέμος στο ενυδρείο αναποδογυρίστηκε ο κόσμος τους! Στην αρχή τρόμαξαν πάρα πολύ, όταν ο κυρ Διονύσης άνοιξε το καπάκι κι αντί για φαγητό έβαλε μέσα στο νερό τους μια σακούλα μ’ένα ξένο ψάρι μέσα! Μαζεύτηκαν όλοι δειλά γύρω από τη διάφανη σακούλα και κοιτούσαν με περιέργεια το μεγάλο χρυσόψαρο που χτυπιόταν ανήσυχα. Καταλάβαιναν ότι ήταν σαν εκείνους κι όμως ήταν τόσο διαφορετικός. Το βλέμμα του ήταν άγριο, οι κινήσεις του σπαστικές, τους προξενούσε φόβο και απέχθεια ταυτόχρονα!
Μετά από λίγη ώρα ο Μέμος ελευθερώθηκε στο ενυδρείο κι η σακούλα απομακρύνθηκε. Άρχισε να κολυμπάει σαν τρελός από τζάμι σε τζάμι, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν άλλον εκεί μέσα. Τα μικρά κορίτσια είχαν κρυφτεί πίσω από ένα φυτό μαζί με τη μητέρα τους και τον παρακολουθούσαν τρομαγμένες. Οι υπόλοιποι απλά στέκονταν ακίνητοι και περίμεναν να δουν τι θα κάνει. Τελικά εκείνος αποκαμωμένος, κάθησε στο βυθό κι έμεινε εκεί ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Πρώτος τον πλησίασε ο Πίπης φυσικά. Κράτησε μια απόσταση ασφαλείας, φούσκωσε τα πτερύγιά του και του μίλησε.
«Ποιός είσαι εσύ; Από που σ’έφερε;»
Ο Μέμος τον κοίταξε βλοσυρά και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Ο Πίπης άρχισε να θυμώνει
«Όταν σου μιλάω εγώ να με κοιτάς! Αυτό είναι το σπίτι μου κι εγώ είμαι ο αρχηγός εδώ μέσα! Κοίτα να συμμορφωθείς και να δείχνεις υποταγή, αν θες να τα πάμε καλά! Σε ρώτησα ποιός είσαι!»
« Με λένε Μέμο και ζούσα στη λίμνη. Αλλά τι σου λέω τώρα, πού να ξέρεις εσύ τι είναι η λίμνη! Όλοι εσείς εδώ μέσα προφανώς νομίζετε ότι αυτό είναι το φυσικό σας περιβάλλον. Πειραματόζωα είσαστε, όλοι στη λίμνη ξέρουν για τα ψάρια που οι άνθρωποι τα κρατάνε αιχμάλωτα στα σπίτια τους. Αλλά εγώ δεν είμαι σαν εσάς, ούτε θα γίνω ποτέ!»
«Φιλαράκο, μη σηκώνεις τα πτερύγιά σου, δε σε παίρνει. Ό,τι και να λες, εδώ είσαι κι εδώ θα μείνεις. Γι αυτό φρόντισε να προσαρμοστείς. Δε θέλω προβλήματα με την οικογένειά μου. Ζούμε εδώ όλη μας τη ζωή κι είμαστε μια χαρά. Ξέρουμε τι είναι η λίμνη – νομίζεις είσαι ο πρώτος που φέρνει από κει μέσα; Για μας όμως είναι ένα τρομακτικό μέρος και στους χειρότερους εφιάλτες μας βλέπουμε ότι μας πετάνε εκεί μέσα. Εδώ για μας είναι ο παράδεισος φίλε μου. Πάντα όσο ζεστά θέλουμε, πάντα όσο φωτεινά θέλουμε και με άφθονο φαγητό για όλους. Όταν κάποιος αρρωστήσει ο κυρ Διονύσης αμέσως θα του δώσει φάρμακα και θα γίνει καλά. Έρχεται κόσμος, μας βλέπουν, μας θαυμάζουν, μας αγαπούν. Δεν κινδυνεύουμε από κανένα αρπακτικό, από κανέναν ψαρά, από τίποτα. Τι έχουμε να ζηλέψουμε από τη λίμνη σου λοιπόν και μας μιλάς με τέτοια υπεροψία σα να είσαι ανώτερός μας;»
«Είμαι ανώτερός σας! Η φύση μας παρέχει όλα τα αγαθά που χρειαζόμαστε, δεν έχουμε ανάγκη τους ανθρώπους! Αν δε ζήσεις λίγο τον κίνδυνο, το κυνήγι, πώς θα καταλάβεις και θα εκτιμήσεις τη ζωή; Εκεί δεν αρρωσταίνουμε ποτέ, γι αυτό δεν έχουμε ανάγκη από φάρμακα. Εδώ, μέσα στις γυάλες αρρωσταίνουν τα ψάρια. Κι αρρωσταίνουν στην ψυχή περισσότερο απ’ότι στο σώμα.»
«Εμείς δε ζούμε σε γυάλα! Ζούμε σ’ενυδρείο, δε νιώθεις πόσο καθαρό είναι το νερό; Σίγουρα πολύ καλύτερο από το δικό σας με όλες τις βρωμιές μέσα! Κοίτα τα λέπια σου και κοίτα τα δικά μου! Εμένα είναι γυαλιστερά, λεία, τέλεια!»
«Καλλιστεία θα κάνουμε τώρα; Μπορείς να φύγεις και να μ’αφήσεις ήσυχο; Δε σας πειράζω και μη με πειράζετε. Έτσι κι αλλιώς δε θα μείνω για πολύ, αποκλείεται να ζήσω εδώ μέσα!»
«Καλά, όλοι έτσι έλεγαν! Φρόντισε να χαλαρώσεις και να περνάς καλά γιατί σε βλέπω να καταλήγεις στα σκουπίδια, όχι στη λίμνη! Ο κυρ Διονύσης σίγουρα σ’έφερε για να παντρευτείς μια από τις κόρες μου. Κοίτα να τους φερθείς καλά, αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου».
Αυτά είπε ο Πίπης και απομακρύνθηκε από τον δύσθυμο Μέμο.
Εκείνος στριμώχτηκε ακόμα περισσότερο στη γωνιά του και σκεφτόταν τρόπο ν’αποδράσει. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο αν έδειχνε άσχημη συμπεριφορά και δε ζευγάρωνε με κανένα από τα θηλυκά, το αφεντικό θ’αναγκαζόταν να τον πετάξει πίσω στη λίμνη. Κι έτσι έκανε.
Κάθε μέρα καθόταν μακριά από τους υπόλοιπους και κάθε φορά που αντιλαμβανόταν την παρουσία του κυρ Διονύση κολυμπούσε νευρικά και χτυπιόταν στα τζάμια. Δεν πήγαινε ποτέ στην επιφάνεια να φάει με τους υπόλοιπους, έτρωγε μόνο την τροφή που έμενε στον πάτο – ό,τι έμενε δηλαδή. Ήταν πολύ περήφανος κι εγωιστής. Όσες φορές κι να τον πλησίασε ο Σούλης για να γίνουνε φίλοι, τον έδιωχνε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και βέβαια ούτε λόγος για να ζευγαρώσει μει κάποια από τις κοπέλες, οι οποίες τον φοβόντουσαν και δεν τον πλησίαζαν ούτε από απόσταση!
Ένα βράδυ που όλοι κοιμόντουσαν στις κρυψώνες τους, ο Μέμος ανέβηκε στην επιφάνεια και προσπαθούσε να δει έξω. Δεν έβλεπε παρά μόνο έπιπλα, φωτιστικά και πίνακες στους τοίχους. Η νεκρική σιγή που επικρατούσε μέσα στο σπίτι του έσπαγε τα νεύρα. Νοσταλγούσε τους ήχους της νύχτας, το πάφλασμα του νερού στις όχθες της λίμνης, το κλάμα της κουκουβάγιας. Έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του τον έναστρο ουρανό και τις ανταύγιες του φωτός που έριχνε το φεγγάρι στην επιφάνεια του νερού. Η καρδιά του σφίχτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο και γυρνώντας είδε δίπλα του τη Λέλα που τον κοιτούσε απορημένη. Στη στιγμή ξαναπήρε το βλοσυρό του ύφος και τα μάτια του σκοτείνιασαν.
«Τι θες εσύ εδώ; Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Σε άκουσα που τριγυρνούσες ανήσυχος. Σε παρακολουθώ αρκετή ώρα, δείχνεις πολύ στεναχωρημένος. Είπα να σου κάνω λίγη παρέα».
«Δε θέλω τον οίκτο σου, πήγαινε για ύπνο! Μια χαρά είμαι», είπε ο Μέμος και κολύμπησε προς την απέναντι μεριά του ενυδρείου. Η Λέλα τον ακολούθησε.
«Σκέφτεσαι το σπίτι σου; Σου λείπουν οι αγαπημένοι σου; Όχι στο λέω γιατί αν μου είχε συμβεί εμένα αυτό που συνέβει σε σένα θα ήμουν απαρηγόρητη!».
«Πολύ επίμονη δεν είσαι μικρή μου; Γιατί μ’ακολουθείς; Σου ζήτησα εγώ παρηγοριά;»
«Μέμο.... Γιατί είσαι έτσι; Τόσες μέρες τώρα όλοι προσπαθούμε να σε κάνουμε να νιώσεις άνετα μαζί μας αλλά εσύ συμπεριφέρεσαι σαν κάβουρας, όχι σαν χρυσόψαρο! Κλείνεσαι στο καβούκι σου και δε μιλάς σε κανέναν. Παριστάνεις τον σκληρό, όμως εγώ καταλαβαίνω πως έχεις καρδιά και μάλιστα πονάει πολύ. Χθες που παίζαμε με το σαλιγκαράκι το μωρό, σε πήρε το μάτι μου που παρακολουθούσες από μακριά και χαμογελούσες. Γιατί δεν προσπαθείς να περάσεις καλά μαζί μας; Έτσι που κάνεις υποφέρεις περισσότερο, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά εσύ βρε Λέλα; Έξη μηνών ψαράκι είσαι, πώς μπορείς να μιλάς για τον πόνο και την νοσταλγία; Τι ξέρεις εσύ από αυτά, που μεγάλωσες εδώ μέσα σαν πριγκίπισσα;»
«Κι όμως. Μπορεί να μην έχω βγει στον έξω κόσμο όπως λες, αλλά οι γονείς μου μου έχουν μιλήσει για όλα. Πολλές φορές μας μιλάει κι ο κυρ Διονύσης, μας λέει ιστορίες από τη λίμνη, μας λέει γι άλλα ψάρια που δεν είχαν τόσο καλή τύχη όπως εμείς. Εκείνος βέβαια δεν ξέρει ότι εμείς ακούμε και καταλαβαίνουμε. Οι άνθρωποι βλέπεις δεν το γνωρίζουν ότι καταλαβαίνουμε τη γλώσσα τους, επειδή εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τη δική μας. Έτσι έχω μάθει πολλά πράγματα για τη ζωή, αλλά ξέρω πως έχω να μάθω ακόμα περισσότερα. Κι ίσως εσύ....»
«Εγώ τι;»
«Εσύ να μπορούσες να με μάθεις πολλά πράγματα. Έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή εκεί έξω, σίγουρα έχεις πολλές εμπειρίες, θα έχουν ακούσει πολλά τ’αυτιά σου και θα έχουν δει πολλά τα μάτια σου».
«Ναι, δε λέω. Αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω μαθήματα σε μικρούλες σαν εσένα. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να φύγω από δω μέσα!»
«Εντάξει, σύμφωνοι. Μέχρι τότε όμως γιατί να μην αξιοποιήσεις τον χρόνο σου; Κι εσύ θα περνάς πιο ευχάριστα και θα έχεις κάνει κι ένα καλό, να’χεις να λες στους φίλους σου όταν γυρίσεις στη λίμνη. Λοιπόν, τι λες;»
«Καλά, θα δούμε. Πήγαινε για ύπνο τώρα»
Η Λέλα του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, έστριψε με νάζι την όμορφη ουρά της κι απομακρύνθηκε.
Ο Μέμος έμεινε να την κοιτάζει με θαυμασμό. Τι καταφερτζού που ήταν! Και πολύ όμορφη... πόσο ωραία μιλούσε για την ηλικία της. Δεν έπρεπε όμως να σκέφτεται τέτοια τώρα! Αυτός είχε ένα σκοπό κι έπρεπε να μείνει προσυλωμένος σ’αυτόν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΝΟΗΜΑΤΑ. ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!