10 Μαρ 2008

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥΣ ΟΜΟΤΕΧΝΟΥΣ


Βρίσκομαι στο κεντρικό γραφείο των εκδόσεων Ψυχογιός, στο κέντρο της Αθήνας. Πριν μετακομίσουν στα καινούργια τους γραφεία στη Μεταμόρφωση. Στέκομαι αμήχανα στο διάδρομο περιμένοντας την κυρία Σωτηρίου. Γύρω μου βιβλία, πολλά βιβλία, εκατοντάδες βιβλία. Ασυναίσθητα αναρωτιέμαι αν η δική μου ιστορία θα γίνει ποτέ ένα τέτοιο βιβλίο. Η κυρία Σωτηρίου έρχεται να με καλωσορίσει και να με γνωρίσει. Μιλάμε για "το παιδί της αγάπης", που τότε ακόμα είχε άλλο τίτλο, μου λέει πως το βρήκαν ενδιαφέρον και τέλος μου ζητάει να το επιμεληθώ απ'την αρχή. Να κάνω διορθώσεις, να ζωντανέψω τους διαλόγους, να προσθέσω μερικές σελίδες ακόμα, αναπτύσσοντας την ιστορία. Λέω, ναι φυσικά, χωρίς όμως να γνωρίζω πώς ακριβώς θα το κάνω αυτό. Εγώ δεν είμαι συγγραφέας, σκέφτομαι, δεν έχω σπουδάσει πώς να γράφω ένα βιβλίο, δεν έχω παρακολουθήσει ούτε καν ένα σεμινάριο σχετικά. Εγώ κάθομαι μπροστά στο κομπιούτερ κι αφήνω τα χέρια μου να τρέχουν στο πληκτρολόγιο καθοδηγούμενα απ'την έμπνευση της στιγμής. Χωρίς πλάνο, χωρίς τεχνική. Πώς θα "διορθώσω" την ίδια μου την έμπνευση;...
Η κυρία Σωτηρίου, διαβάζοντας λες τη σκέψη μου, μού δίνει ένα κομμάτι χαρτί, που πάνω είχε γράψει τις μαγικές λέξεις: "Δημιουργική γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους, της Πόλυς Μηλιώρη. - Διάβασε αυτό το βιβλίο, μου λέει. Θα σε βοηθήσει.
Και το διάβασα. Και με βοήθησε. Πολύ όμως. Το άρθρο αυτό που γράφω σήμερα είναι για να συστήσω ανεπιφύλακτα σε όλους τους μελλοντικούς ομότεχνους να διαβάσουν τον θησαυρό αυτό που η κυρία Μηλιώρη έκλεισε σ'ένα βιβλίο. Και πιστέψτε με, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Το βιβλίο αυτό είναι ο λόγος που αποκαλώ την Πόλυ Μηλιώρη "πνευματική μου μητέρα". Θέλω και δημόσια να την ευχαριστήσω γιατί η επιμέλεια του παιδιού της αγάπης και ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο που έχω γράψει, καθώς και το τρίτο που ετοιμάζω, έγιναν κάτω από την πολύτιμη καθοδήγηση του βιβλίου της.
Μη θεωρήσετε πως είναι ένα βιβλίο οδηγιών του τύπου "πώς να γίνετε συγγραφέας". Εξάλλου είναι γνωστό πως συγγραφέας γεννιέσαι, δε γίνεσαι. Όμως είναι σίγουρα ένα βιβλίο που θα σας κάνει καλύτερους και πιο συνειδητοποιημένους συγγραφείς, ή "γραφιάδες", όπως σοφά λέει η Πόλυ μας...
Αφήνω το βιβλίο να μιλήσει από μόνο του. Ακόμα κι αν δεν ανήκετε στην κατηγορία των ομότεχνων, είναι βέβαιο πως θα θαυμάσετε την πένα της Πόλυς Μηλιώρη...


Σελ. 20 - 22

Το γράψιμο είναι για μένα πάθος αληθινό. Δεν μπορώ να το αποστερηθώ. Όταν είμαι στεγνή από "πράγματα που θέλω να πω", όταν δηλαδή είμαι στεγνή από μηνύματα, με τρώνε τα δάχτυλά μου. Με τρώει κι η ψυχή μου, άπρακτη. Τότε πρέπει, σαν τους αλκοολικούς, να πάρω τη δόση μου. Τι κάνω λοιπόν; Ή μεταφράζω σημαντικά λογοτεχνήματα ή επεξεργάζομαι παλιά μου κείμενα. Μεταφράζοντας παιδεύομαι με τις λέξεις. Με δεδομένο το σημαντικό μήνυμα του συγγραφέα, προσπαθώ να βρω τους κατάλληλους εκφραστικούς τρόπους για να ξαναπώ τα ίδια πράγματα σε μια άλλη γλώσσα, τη δική μας. Έτσι ασκούμαι στη γλώσσα. Ασκούμαι σ'ένα από τα βασικά συστατικά της λογοτεχνικής γραφής. Και βέβαια συστήνω σε όλους σας να αντιμετωπίσετε την αγωνία - "έχω τον τρόπο, έχω τη γλώσσα να μεταφέρω καίρια το μήνυμά μου;" - με πολύ μεταφραστική άσκηση. Όταν πάλι επεξεργάζομαι παλιά μου κείμενα, δίνω απαντήσεις στην τρίτη αγωνία: "Διδάσκεται η λογοτεχνική γραφή;". Για χρόνια και χρόνια επεξεργάζομαι κι αναθεωρώ τα κείμενά μου. Που πάει να πει: διδάσκομαι από τα λάθη μου.
Υπάρχουν και κάποιες άλλες ώρες που δεν γράφω. Ούτε πρωτότυπα, ούτε μεταφράσεις. Αλλά η ίδια ψυχική ανάγκη, ανάγκη έκφρασης στην ουσία, με σπρώχνει να διαβάζω λογοτεχνία. Πιστεύω πως υπάρχει μια ταυτοπροσωπία συγγραφέα - αναγνώστη, που βιώνεται πολύ καθαρά μέσω της ταύτισης που συντελείται με την ανάγνωση της μυθοπλασίας. Ωστόσο, πέρα από τη συγγραφική ανάπλαση του κειμένου που κάνει κάθε αναγνώστης, νομίζω ότι εκείνοι που έχουν δοκιμάσει να γράψουν οι ίδιοι, προσεγγίζουν τη λογοτεχνική αφήγηση με μια επιπλέον ματιά: παρατηρούν συνειδητά ή ασυνείδητα το πώς δούλεψε το υλικό του ο φτασμένος τεχνίτης, ο μάστορας.
Τα κύρια λοιπόν μαθήματα συγγραφικής θα τα πάρετε μόνο από τις δοκιμές που θα κάνετε, από τα κείμενα που θα σκίσετε. Από την πείρα δηλαδή που, όπως ξέρετε, δε μεταφέρεται. Και βέβαια από πολλές προσεκτικές αναγνώσεις των κειμένων των άλλων.
Τότε γιατί γράφω αυτό το βιβλίο; Να εξηγηθούμε ακόμα μια φορά. Εδώ θα βρείτε μόνο κάποια τερτίπια. Κάποιες κωδικοποιημένες δυσκολίες. Κάποιες μικροτεχνικές, που σ'όποιον πρωτοξεκινά μοιάζουν θεόρατες κι απαγορευτικές. Τις μικροτεχνικές που διδάσκονται σ'όλους τους διακονιάρηδες μιας Τέχνης. Στους ζωγράφους, στους μουσικούς, στους χορευτές. Γιατί αναρωτιόμαστε αν διδάσκεται η συγγραφική; Μήπως η τέχνη του λόγου είναι μια τέχνη ανώτερη, πιο μυστικιστική από τις άλλες; Εγώ πιστεύω ότι διδάσκεται κι αυτή. Χωρίς παγιωμένους κανόνες, είναι αλήθεια. Χωρίς άλλα εγχειρίδια από τα ίδια τα πνευματικά παιδιά αυτών που είναι σαν κι εμάς, αυτών που γράφουν. Διδάσκεται σ'ένα τεράστιο εργαστήρι, όχι σε τάξεις με καθορισμένους ρόλους δασκάλου και μαθητή.


Σελ. 31-32

Δεχτήκαμε ότι το να σου αρέσει να γράφεις είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να γίνεις λογοτέχνης. Χρειάζεται επίσης να έχεις σημαντικά πράγματα να πεις. Και χρειάζεσαι και το ταλέντο, να μπορείς να περάσεις με λέξεις το μήνυμά σου. Για να συμμετέχεις όμως στο τεράστιο παγκόσμιο και διαχρονικό εργαστήρι της συγγραφικής, αυτή η συνθήκη - η αγάπη για το γράψιμο - είναι όχι μόνον αναγκαία αλλά και ικανή. Γιατί βέβαια όλοι που έχουμε το πάθος της γραφής δεν πιστεύουμε ότι γεννηθήκαμε Ντοστογιέφσκι. Αντίθετα, αυτή είναι η αγωνία και των μεγαλύτερων συγγραφέων. Ότι δε φτάνουνε το όνειρό τους, το λογοτεχνικό υπερεγώ τους.
Διευκρινίζω τους όρους που χρησιμοποιώ: ο τίτλος του λογοτέχνη απονέμεται από την κριτική κι όχι από μας τους ίδιους στον εαυτό μας. Απονέμεται από την αντοχή του έργου μας στο χρόνο κι όχι από τη δημοσιότητα, τις δημόσιες σχέσεις, τους αριθμούς εκδόσεων, τον αριθμό των αντιτύπων που ορίζουν τα μπεστ σέλερ. Εμείς που αγαπάμε το γράψιμο μπορούμε να αυτοαποκαλούμαστε "γραφιάδες", "υπηρέτες της λογοτεχνίας" ή "συγγραφείς". (Να διευκρινήσουμε ότι συγγραφέας είναι όποιος έχει γράψει οποιοδήποτε βιβλίο κι όχι υποχρεωτικά λογοτεχνικό). Η ζωή μας λοιπόν μπορεί να είναι ένα διακόνημα στη λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνία στέκει πάντα απέναντί μας, απρόσιτη.


Σελ. 168-169

Έχω κιόλας προσπαθήσει να σας πείσω πως η αγάπη που έχετε για το διάβασμα είναι και αγάπη για το γράψιμο. Γιατί ως συγγραφέας μυθιστορημάτων - ως παραμυθού - διηγούμαι πρώτα απ'όλα τις ιστορίες μου στον εαυτό μου. Είμαι η πρώτη μου αναγνώστρια. Ναι, γράφω για ζωές που "θα μπορούσαν να είναι η δική μου". Όταν με ρωτάνε γιατί γράφω, απαντώ πως κάτι τέτοιο είναι ο δαίμονας που με σπρώχνει να γράφω μυθιστόρημα:
"Αν μου έδωσε ο Θεός μονάχα μια ζωή", λέω, "εγώ θα ξεπεράσω τα όριά μου. Θα κάνω κι άλλα πράγματα, θα ζήσω κι άλλα πάθη, θα συναντήσω πιο πολλούς από αυτούς που μου έδωσε για γνώριμους κι αγαπημένους. Θ'ακυρώσω το δοσμένο χρόνο".
Έτσι απαντάει κι ο αναγνώστης. Είτε γράφεις είτε διαβάζεις, μπερδεύεις το ποιά είναι η ζωή. Τι είναι αντικειμενική πραγματικότητα και τι είναι μύθος, όνειρο, προσδοκία. Ποιά μάσκα φόρεσες, ποιά μάσκα έβγαλες. Και όπως για τον αναγνώστη οι χάρτινοι άνθρωποι έχουν τη δική τους, ανεξέλεγκτη ζωή, έτσι και για το συγγραφέα. Από τη μια ταυτίζεται μαζί τους, από την άλλη του ξεφεύγουν. Ακριβώς έτσι. Αυτή είναι η άλλη περιπέτεια που ψυχανεμίζεστε ότι σας περιμένει, έτσι και αρχίσετε να μυθοπλάθετε. Γιατί βεβαίως, όταν ο Κούντερα μιλά για "την ανικανότητα αντοχής απέναντι στη σχετικότητα των ανθρώπινων πραγμάτων" δεν αναφέρεται μόνο στον αναγνώστη. Κι όταν ο Φρόυντ λέει "κινδυνεύουμε μάλλον να ξεχάσουμε ότι ο Χάνολντ και η Gradiva είναι απλώς πλάσματα της φαντασίας του ποιητή", παραλείπει να επισημάνει το αν ο ποιητής ελέγχει ή δεν ελέγχει τα πλάσματά του.




Δεν υπάρχουν σχόλια: