20 Φεβ 2008

ΝΕΡΟ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ

Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Με λένε Γιώργο και θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου. Εσείς όλοι εδώ που αγαπάτε τα ψάρια και τα ενυδρεία, είμαι σίγουρος πως θα με καταλάβετε.
Από μικρό παιδί το μεγάλο μου πάθος ήταν ο υδάτινος κόσμος. Λάτρευα τη θάλασσα, καθόμουν με τις ώρες με τη μάσκα και χάζευα τον βυθό με τους παράξενους κατοίκους του. Το ψάρεμα μου προκαλούσε απέχθεια, μου ήταν αδιανόητο να σκοτώσω ένα τέτοιο πλασματάκι. Όπου έβλεπα ενυδρείο με έπιανε δέος. Αν πηγαίναμε σε κάποιο σπίτι επίσκεψη με τους γονείς μου και υπήρχε ενυδρείο, εγώ καρφωνόμουν μπροστά στο τζάμι του μέχρι την ώρα που θα φεύγαμε!
Μεγαλώνοντας άρχισα να διαβάζω για τα ψάρια και τα ενυδρεία και να μαθαίνω πολλά πράγματα. Έγινε το αγαπημένο μου χόμπυ. Πρώτα απέκτησα ένα μικρό 20λιτρο ενυδρείο με ένα χρυσόψαρο, στη συνέχεια τα χρυσόψαρα έγιναν τρία και το ενυδρείο τους 125 λίτρων, στο μικρό μου μπήκε ένας μονομάχος και σιγά σιγά άρχισα να φτιάχνω ενυδρεία με τροπικά ψαράκια. Έφτασα να έχω στο σπίτι μου επτά ενυδρεία και φυσικά να ξοδεύω όλο μου τον μισθό σε αυτά!
Όμως και πάλι δε μου ήταν αρκετό. Είχα τόση αγάπη για το χόμπυ αυτό που δε μου έκανε αίσθηση να ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Όποιος ερχόταν σπίτι μου και ζήλευε τα ενυδρεία μου, του πρότεινα να φτιάξει κι εκείνος ένα και προσέφερα πρόθυμα τις γνώσεις μου και το μεράκι μου σε όποιον μου το ζητούσε.
Έτσι, κάποια μέρα, στήνοντας το ενυδρείο ενός φίλου στο σπίτι του, γύρισε κάποιος και μου είπε: «Βρε Γιώργο, γιατί δε φτιάχνεις ένα μαγαζί με ενυδρεία; Αφού σου αρέσει τόσο πολύ και το κατέχεις, πιο πολλά χρήματα θα βγάζεις απ’ότι βγάζεις τώρα με τη δουλειά που κάνεις!» Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα και καμιά σπουδαία δουλειά, ήμουν στην τεχνική υποστήριξη μιας εταιρείας παροχής υπηρεσιών ίντερνετ, αλλά ο μισθός μου ήταν πενιχρός. Στην αρχή γέλασα και είπα δε γίνονται αυτά τα πράγματα, αλλά η ιδέα φύτρωσε στο μυαλό μου και κάθε μέρα που περνούσε άνθιζε και άνθιζε, ώσπου έγινε ένα δέντρο τεράστιο που δεν άφηνε χώρο για καμιά άλλη σκέψη!
Άρχισα δειλά δειλά, χωρίς να το πιστεύω κι ο ίδιος, να γυρίζω στις γειτονιές και να ψάχνω για μαγαζιά που νοικιάζονταν. Ρωτούσα για τιμές, έψαχνα για εξοπλισμό, φρόντισα να προσδιορίσω το αρχικό κόστος που θα χρειαζόταν για να έστηνα ένα δικό μου μαγαζί. Το βράδυ ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και φανταζόμουν το μαγαζί μου με τα ενυδρεία και τα ψάρια του, την ταμπέλα του, το όνομά του. Άλλαξα πολλές γνώμες και τελικά κατέληξα στο «Νερό εν κινήσει». Ονειρευόμουν το μαγαζί μου μέρα και νύχτα κι έψαχνα τρόπο να κάνω το όνειρο αυτό πραγματικότητα.
Ρώτησα σε τράπεζες αλλά ήταν δύσκολο να πάρω δάνειο. Τα μέχρι στιγμής εισοδήματά μου δεν μου το επέτρεπαν. Αναγκαστικά στράφηκα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου είχε πάρει το εφάπαξ του και μετά από πολύ κουβέντα και πολύ σκέψη, προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει, χρηματοδοτώντας το μαγαζάκι μου.
Μετά από δυο μήνες το «Νερό εν κινήσει» άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Το έφτιαξα με απίστευτο κέφι και ατέλειωτη προσωπική δουλειά, προσπαθώντας να μειώσω το κόστος όσο το δυνατόν περισσότερο. Νοίκιασα έναν χώρο στην περιοχή μου, γύρω στα 50 τετραγωνικά. Το πέτυχα σε καλή τιμή γιατί ήταν αχούρι και δεν το έπαιρνε κανείς. Όμως εγώ κατάφερα και το έκανα ένα πανέμορφο μαγαζί, δουλεύοντας μέρα και νύχτα χωρίς σταματημό. Φυσικά από την άλλη μου τη δουλειά παραιτήθηκα, δε γινόταν διαφορετικά. Πίστεψα στο όνειρό μου και το κυνήγησα. Με κάθε κόστος, οικονομικό και προσωπικό.
Την ημέρα που στάθηκα μπροστά στο μαγαζί μου και το κοίταξα, πανέτοιμο για πρώτη φορά, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου. Πώς να σας περιγράψω αυτό το συναίσθημα; Πεντακάθαρη βιτρίνα μ’ένα τεράστιο ενυδρείο μπροστά, φουλ φυτεμένο με δίσκους κι άλλα ψαράκια – πραγματικός κράχτης για τους λάτρεις του είδους! Η ταμπέλα μου από πάνω έγραφε «Νερό εν κινήσει», φιλοτεχνημένη από έναν καλό φίλο, όλη ζωγραφισμένη στο χέρι. Πραγματικό έργο τέχνης, νόμιζες ότι έβλεπες νερό να κινείται από μακριά, δεν υπερβάλω, να’ναι καλά ο Μπάμπης που μου πήρε ελάχιστα χρήματα γι αυτή τη δουλειά.
Το μαγαζί μέσα είχε στους δυο τοίχους μικρά τετράγωνα ενυδρεία από πάνω μέχρι κάτω, γεμάτα από κάθε είδους ψαριών και στους άλλους δυο τοίχους ράφια με προϊόντα – φίλτρα, τροφές, φάρμακα κι ένα σωρό άλλα. Στο κέντρο του μαγαζιού έφτιαξα ένα στρογγυλό ενυδρείο, ανοιχτό από πάνω, όπου είχα μέσα διάφορα φυτά και από κάτω, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, είχα βάλει διάφορα αξεσουάρ και διακοσμητικά για τα ενυδρεία, όπως ξύλα, πέτρες, καρύδες κ.λ.π. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένα άλλο μεγαλούτσικο δωματιάκι, σαν αποθήκη, όπου είχα τις καραντίνες μου, γεννήστρες κι άλλα πράγματα σαν στοκ. Το μαγαζί είχε και υπόγειο, γύρω στα 20 τετραγωνικά, όπου είχα κάποια ενυδρεία προς πώληση. Με λίγα λόγια τέλειο!
Ξεκίνησα να το δουλεύω μόνος μου. Αρχικά υποτίθεται ότι θα είχα και την κοπέλα μου μαζί να με βοηθάει, αλλά τελικά χωρίσαμε κατά τη διαδικασία στησίματος του μαγαζιού! Είναι ν’απορείς; Δεν άντεξε την πίεση, τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, την οικονομική στενότητα και την έκανε με ελαφριά πηδηματάκια. Γυναίκες… δε βαριέσαι! Εγώ είχα ερωτευτεί το μαγαζάκι μου έτσι κι αλλιώς, μη σας πω ότι ανακουφίστηκα κιόλας που έφυγε!
Τα Σάββατα ερχόταν ο πατέρας μου και με βοηθούσε και κανένα απόγευμα μέσα στη βδομάδα, όποτε μπορούσε ο άνθρωπος. Του είχα μάθει βασικά πράγματα, αλλά βέβαια πάντα χρειαζόταν να είμαι εκεί. Εγώ βέβαια πάντα ήμουν εκεί έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι όταν το μαγαζί ήταν κλειστό. Καθάριζα τα ενυδρεία, φρόντιζα τα ψαράκια μου, ξέρετε πόση δουλειά έχει ένα τέτοιο μαγαζί; Φανταστείτε, εσείς έχετε από ένα δυο ενυδρεία ο καθένας και σας παίρνει πολύ χρόνο να τα φροντίσετε – πού να έχεις 40 μικρά και 2 μεγάλα! Δε με ένοιαζε όμως, ο μόνος χρήσιμος χρόνος στην κάθε μου μέρα ήταν αυτός. Οι ώρες που έτρωγα και κοιμόμουν θεωρούσα ότι ήταν χάσιμο χρόνου! Με λίγα λόγια, δόθηκα ψυχή και σώμα στο μαγαζί αυτό. Ήταν η δουλειά μου, το πάθος μου, η ζωή μου ολόκληρη.
Σιγά σιγά άρχισε ν’αυξάνεται η πελατεία μου. Είχα 10 – 15 φίλους που είχαν κολλήσει το μικρόβιο κι ήταν μόνιμοι πελάτες μου κι αυτοί έφερναν από 1,2 άτομα ο καθένας. Το κακό ήταν ότι όσοι ήταν φίλοι και γνωστοί δεν μπορούσα να τους αντιμετωπίσω ως πελάτες και τους πουλούσα σε τιμές σχεδόν χοντρικής. Άρα από αυτούς το κέρδος μου ήταν ελάχιστο. Έπρεπε λοιπόν το μαγαζί να τραβήξει κανούργιο κόσμο, πράγμα που δεν άργησε να γίνει. Είχα καλές τιμές κι όσοι ερχόντουσαν πρώτη φορά έστω κι από περιέργεια, έφευγαν πολύ ευχαριστημένοι κι ερχόντουσαν ξανά και ξανά. Όλοι εκτιμούσαν το γεγονός ότι δεν τους αντιμετώπιζα εμπορικά, τους εξηγούσα πάντα με υπομονή ό,τι χρειαζόταν να ξέρουν και ποτέ δεν τους προέτρεπα ν’αγοράσουν κάτι που δεν το χρειαζόντουσαν πραγματικά.
Για ένα διάστημα έξη μηνών πετούσα στα σύννεφα από τη χαρά μου. Το μαγαζί πήγαινε όλο και καλύτερα κι ευελπιστούσα ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα άρχιζα να ξεπληρώνω τα χρήματα του πατέρα μου. Στόχος μου ήταν μετά από ένα χρόνο λειτουργίας, να έπαιρνα ένα επαγγελματικό δάνειο, να ξεχρέωνα τον πατέρα μου και με τα υπόλοιπα να έστηνα θαλασσινό ενυδρείο στο μαγαζί. Εκεί πια θα είχα ολοκληρωθεί!
Περιττό να σας πω ότι προσωπική ζωή δεν είχα καθόλου. Δεν υπήρχε χρόνος για τίποτα. Όλοι οι φίλοι μου έκαναν παράπονα ότι μ’έχουν χάσει κι είχαν καταλήξει να έρχονται στο μαγαζί για να με δουν, δεδομένου ότι πουθενά αλλού δε με έβλεπαν! Τα βράδυα, την ώρα που τελείωνα κι έκλεινα ήμουν τόσο κουρασμένος, που ακόμα κι αν είχα υποσχεθεί ότι θα πάω κάπου που ήμουν καλεσμένος, στο τέλος αθετούσα την υπόσχεσή μου και πήγαινα για ύπνο! Τι ύπνο δηλαδή, τις ώρες που ήμουν σπίτι φρόντιζα τα εκεί ενυδρεία μου, τα οποία εξακολουθούσα να συντηρώ με την ίδια αγάπη. Για γυναίκα φυσικά ούτε λόγος! Ποιά θ’ανεχόταν τον τρόπο ζωής μου; Οι κοπέλες την σήμερον ημέραν θέλουν χρόνο και χρήμα κι εγώ δεν είχα τίποτα απ’τα δυο! Ό,τι έβγαζε το μαγαζί ξαναέμπαινε στο μαγαζί και υπήρχε πάντα σα σκιά πάνω από το κεφάλι μου το χρέος προς τον πατέρα. Έτσι, είχα περιορίσει τα έξοδά μου στο ελάχιστο – τσιγάρα και βενζίνη. Η οποία ευτυχώς ήταν ελάχιστη η κατανάλωσή της, δεδομένου ότι το μαγαζί ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου.
Την γκρίνια βέβαια δεν την γλίτωνα έτσι κι αλλιώς. Γκρίνιαζαν οι φίλοι, γκρίνιαζε κι η μάνα μου. Ξέρετε τώρα: «παιδάκι μου, κουράζεσαι πολύ, θα πέσεις χάμω, δεν τρως, καπνίζεις πολύ, πού θα πάει αυτή η δουλειά; Πότε θα φτιάξεις τη ζωή σου, να βρεις μια κοπέλα, να ζήσεις σαν άνθρωπος;» Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια, σε κάθε ευκαιρία που της δινόταν, που ευτυχώς για μένα δεν της δινόταν συχνά! Αλλά κάθε φορά που με πετύχαινε στο σπίτι έδινε τα ρέστα της! Φυσικά δεν έδινα καμιά σημασία, εγώ ήμουν ευτυχισμένος, ναι, όπως σας το λέω, ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ς!
Υπήρχαν φορές που έδιωχνα πελάτες από το μαγαζί. Όχι επειδή είχα πολλούς και δεν ήθελα άλλους, αλλά επειδή μου ζητούσαν αδιανόητα πράγματα με τα οποία διαφωνούσα κάθετα και αρνούμουν να τους εξυπηρετήσω. Για παράδειγμα, στο μαγαζί μου δεν υπήρχαν γυάλες. Χρυσόψαρο σε γυάλα ούτε γι αστείο! Όμως υπήρχε κόσμος που ζητούσε χρυσόψαρο σε γυάλα κι αν δεν κατάφερνα να τους πείσω ότι το καλύτερο που είχαννα κάνουν ήταν να πάρουν ένα ενυδρείο, έστω μικρό, έφευγαν. Μου ήταν παντελώς αδιάφορο, δε μπορούσα ν’αλλάξω τις αρχές μου για κανέναν ανεγκέφαλο πελάτη. Οι περισσότεροι εξάλλου μ’ευγνωμονούσαν που τους άνοιγα τα μάτια και χάρη σε μένα είχαν πάντα περιποιημένα ενυδρεία με υγιή ψάρια.
Είχα ανοίξει το μαγαζάκι μου Φεβρουάριο και είμασταν πια στον Σεπτέμβρη. Ο χρόνος κύλησε σα νερό, έτσι για να ταιριάξει στο όνομα του μαγαζιού μου! Είχα φτάσει να βγάζω τα έξοδα της επιχείρησης και να μου μένει και κέρδος, σημαντικό θα έλεγα. Έκανα σχέδια και πλάνα για τις γιορτές, είχα επαφές με εξωτερικό για να κάνω εισαγωγές κι ετοιμαζόμουν να φέρω μια νέα σειρά ενυδρείων που θα μου άφηνε μεγάλο κέρδος. Και τότε ήρθε η καταστροφή…
Ένα πρωί, καθώς πήγαινα στο μαγαζί, περνώντας από το μόλις προηγούμενο τετράγωνο, τι να δω; Στη θέση του τεράστιου γωνιακού μαγαζιού με λευκά είδη, το οποίο ήταν εκεί από τότε που θυμάμαι τον ευατό μου, κοντά 30 χρόνια δηλαδή, υπήρχε ένα τεράστιο πανό που έλεγε: «Νέο ΖΟΟ σύντομα κοντά σας!». Έμεινα εκεί και το κοιτούσα αποσβωλομένος. Ξέρετε, η μεγάλη αλυσίδα των πετ σοπ, η μεγαλύτερη στη χώρα μας, το ΖΟΟ. Ούτε 100 μέτρα από το μαγαζί μου! Ένα τριόροφο τεράστιο γωνιακό κτίριο. Νόμιζα πως έβλεπα εφιάλτη!
Από κείνη τη στιγμή κοπήκαν τα φτερά μου. Έχασα το κέφι μου κι έβλεπα συνεχώς μπροστά μου σενάρια καταστροφής. Μάταια οι φίλοι και καλοί μου πελάτες προσπαθούσαν να με εμψυχώσουν λέγοντάς μου ότι εκείνοι θα μου έμεναν για πάντα πιστοί. Μέσα μου ήξερα πως μεγάλο μέρος της πελατείας μου θα το έχανα. Δε θα μπορούσα να ανταγωνιστώ με τίποτα την ποικιλία των προϊόντων και ούτε τις τιμές φυσικά ενός τέτοιου μαγαζιού. Ένιωθα σαν ένα κακό χερί να είχε αρπάξει τη ζωή μου και να την έκανε κομμάτια.
Τον Νοέμβριο το ΖΟΟ άνοιξε επίσημα τις πύλες του – γιατί για πύλες πρόκειται. Είχε κάνει τόσο μεγάλη και εκτεταμένη διαφήμιση που στα εγκαίνεια έγινε λαϊκό πανηγύρι! Ξέρετε πώς φαινόταν το «Νερό εν κινήσει» δίπλα στο ΖΟΟ; Σαν μπακάλικο δίπλα σε σούπερ μάρκετ.
Ο τζίρος μου έπεσε κατακόρυφα, όπως το φοβόμουν. Πέρασα τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Ίσως επειδή είχα πολύ υψηλές προσδοκίες, ίσως γιατί τα είχα φανταστεί εντελώς διαφορετικά. Ακόμα και οι μόνιμοι πελάτες μου, αν και εξακολουθούσαν ακόμα να ψωνίζουν από μένα, μου πέταγαν μπηχτές του τύπου «αυτό το ενυδρείο το ΖΟΟ το έχει μισή τιμή!» Κι αναγκαζόμουν τότε να τους το δώσω κι εγώ στη μισή τιμή κι ας έμπαινα μέσα. Το ίδιο γινόταν για πολλά άλλα πράγματα. Αναγκάστηκα να ρίξω τόσο τις τιμές που κάποια είδη τα πουλούσα στο κόστος. Και τότε μπήκα στα χειρότερα διλήματα της ζωής μου. Με ποιά ευκολία θα μπορούσα τώρα πια να διώχνω τους ξεροκέφαλους πελάτες; Δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Είχα ένα πιστοποιημένο ζευγάρι δίσκους. Μου είχαν κάνει μωρά, πολλές γέννες και ήταν το ατού του καταστήματός μου. Το ΖΟΟ δε διέθετε καν πιστοποιημένο ζευγάρι. Ήρθε κάποιος να τους αγοράσει, πολύ φραγκάτος, το κόστος δεν τον ένοιαζε. Ήθελε όμως να τους βάλει στο ενυδρείο του που ήταν 80 λίτρα! Του εξήγησα πως χρειαζόταν τουλάχιστον 200, αλλά δεν ήταν διατεθημένος να πάρει άλλο ενυδρείο. Κι ήθελε να πάρει τους δίσκους μου. Τι να έκανα; 600 ευρώ ήταν αυτά, να τον έδιωχνα; Τους έδωσα με βαριά καρδιά κι έχασα τον ύπνο μου για τρεις μέρες.
Αναγκάστηκα να πουλήσω καρδινάλιους με αγγελόψαρα, χρυσόψαρα με μονομάχο. Πράγματα που αν μου τα έλεγαν ένα χρόνο πριν, θα τους πέταγα έξω με τις κλωτσιές! Τώρα όμως ήξερα πως αν δεν τους τα πουλούσα εγώ, θα τα έπαιρναν από δίπλα. Ήταν σα να πουλούσα την ψυχή μου στο διάβολο. Εγώ δεν το ήθελα έτσι το μαγαζί μου. Ήθελα να κάνω το κέφι μου, το μεράκι μου και να είμαι αφοσιωμένος στα πλασματάκια αυτά που τόσο αγαπούσα. Κατάντησα όμως να τα πουλάω σα χασάπης που τα στέλνει στη σφαγή. Μισούσα τον εαυτό μου, αλλά έπρεπε να επιβιώσω. Ήμουν ακόμα χρεωμένος, είχα πάρει όλα τα χρήματα του πατέρα μου, ό,τι είχε για να εξασφαλίσει τον εαυτό του και τη μάνα μου στα γεράματά τους. Κάθε μέρα που περνούσε βούλιαζα όλο και περισσότερο στην απελπισία και το συναίσθημα της αποτυχίας είχε ποτίσει την ψυχή μου. Παραμέλησα και τον εαυτό μου και τη δουλειά μου. Ίσως να έχασα και περισσότερους πελάτες από την κακή μου διάθεση. Κοινώς, με πήρε από κάτω.
Τον Μάρτιο η κατάσταση είχε γίνει πια τραγική. Με το ζόρι έβγαζα τα έξοδά μου. Κέρδος μηδέν. Είχα σχεδόν αποφασίσει να το κλείσω, δεν είχα όρεξη για τίποτα.
Και τότε μπήκε στη ζωή μου η Κατερίνα. Είχε ψωνίσει από μένα όταν είχα πρωτοανοίξει. Είχε φτιάξει ένα ενυδρείο με χρυσόψαρα, κάτω από την καθοδήγησή μου. Πολύ συμπαθητική κοπέλα, γελαστή, πρόσχαρη. Μετά την είχα χάσει. Όμως ξαναήρθε, έχοντας αποφασίσει να φτιάξει μεγαλύτερο ενυδρείο για τα ψαράκια της. Με συγκίνησε καταρχήν που ήρθε σε μένα και δεν πήγε στους δίπλα, οι οποίοι το συγκεκριμένο ενυδρείο που ήθελε το είχαν σε προσφορά. Πιάσαμε την κουβέντα κι ήρθε ξανά και την άλλη μέρα και την παράλλη και γίναμε φίλοι. Με κάλεσε και στο σπίτι της για να στήσουμε το ενυδρείο, μου έκανε το τραπέζι κι ομολογώ ότι πέρασα μια πολύ όμορφη βραδιά μετά από πολύ πολύ καιρό.
Η Κατερίνα ήταν αισιόδοξη από τη φύση της. Όταν της μίλησα για το πρόβλημά μου, λες και το έβαλε σκοπό της ζωή της να με κάνει να πιστέψω πως δεν είχαν τελειώσει όλα και πως το «Νερό εν κινήσει» είχε μέλλον και μάλιστα καλό. Ερχόταν στο μαγαζί και με βοηθούσε, όχι ότι είχα τόση πολύ δουλειά, αλλά και μόνο η χαρούμενη αύρα της μου έκανε καλό. Με έπεισε να το πάρω εκείνο το δάνειο και να επενδύσω εκ νέου στο μαγαζί. Έκανα διαφήμιση, έβαλα προσφορές, αλλά το βασικότερο ήταν ότι ξαναβρήκα το κέφι μου. Η δουλειά άρχισε ν’ανεβαίνει και πάλι. Αργά αλλά σταθερά, όλο και περισσότερος κόσμος έμπαινε σε μας. Νέοι πελάτες, αλλά και απογοητευμένοι πελάτες από το ΖΟΟ. Ένα πυροτέχνημα ήταν κι έσκασε.
Όπως μου τα έλεγε η Κατερίνα, πόσο δίκιο είχε! Ο κόσμος στην αρχή εντυπωσιάζεται ή έλκεται από τις χαμηλές τιμές, αλλά τελικά καταλήγει στο μαγαζί που εμπιστεύεται.
Τα επόμενα Χριστούγεννα είναι αυτά που έρχονται φίλοι μου. Το μαγαζί μας είναι γεμάτο από νέες παραλαβές, στολισμένο, φωτισμένο και πολύχρωμο. Ακριβώς όπως έπρεπε να είναι - σα γιορτή. Δε θα γίνω πλούσιος από το «Νερό εν κινήσει», αλλά θα ζω καλά, κάνοντας αυτό που αγαπώ περισσότερο.
Η Κατερίνα; Εδώ δίπλα μου είναι και μου χαμογελάει μ’αυτό το απίθανο χαμόγελό της που μου ξαναέδωσε ζωή. Μη με ρωτάτε τίποτα περισσότερο – σας αρκεί να σας πω ότι είμαστε «εν κινήσει»;….

Δεν υπάρχουν σχόλια: